ΑΝΟΜΟΙΩΣΗ ΔΑΣΕΩΝ: Ἔχω (μὲ ψιλή), ἕξω (μέλλων=θὰ ἔχω /μὲ δασεῖα).

Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἴσχυε—γιὰ λόγους εὐφωνίας—ὁ φωνολογικὸς νόμος τῆς ΑΝΟΜΟΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΕΩΝ τοῦ GRASSMANN ,σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ,γιὰ νὰ διευκολύνεται ἀκριβῶς ἡ προφορά, ΑΠΟΔΑΣΥΝΟΝΤΑΙ τὰ δασέα (Χ—Φ—Θ) ὅταν βρίσκονται σὲ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ συλλαβὲς μετατρεπόμενα στὰ ἀντίστοιχα ψιλά (Κ—Π—Τ). Ἔτσι προέκυψαν οἱ τύποι: κεχαριτωμένη, πεφιλημένοι, τεθωρακισμένα (ἀντὶ τῶν ἀναμενόμενων : χεχαριτωμένη , φεφιλημένοι, θεθωρακισμένα). [ΣΗΜΕΙΩΣΗ : τὰ δασέα λέγονται ἔτσι διότι στὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα προφέρονταν ὡς Χ=kh , Φ=ph, Θ=th. Συνεπῶς ἐκ τῆς ἀποδάσυνσης τους, δηλ. τῆς ΑΠΟΒΟΛΗΣ τοῦ h , προἐκυψαν τὰ ψιλά, κ,π,τ ]. Ὁ νόμος Grassmann ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ρ. ἔχω. Τὸ θέμα εἶναι σεχ‒ > hεχ‒> χεχ ‒. Στὸ ἐνεστῶτα λοιπὸν τὸ πρῶτο χ ἀποδασύνεται γι αὐτὸ παίρνει ΨΙΛΗ: ἔχω· ἀντιθέτως στὸν μέλλοντα δὲν χρειάζεται νὰ γίνει αύτὸ διότι ἐκεῖ ἔχουμε hεχ‒σω> χεξω> ἕξω (μὲ ΔΑΣΕΙΑ)—ἐξ οὗ " ἕξις" .