Χ.Λ.ΜΠΟΡΧΕΣ : " Ὁ Ἂλλος" (ἤ : Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΨΕΥΔΑΙΑΘΗΣΗ)



 Ὁ "Ἄλλος" εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ  χαρακτηριστικὰ διηγήματα τοῦ ΜΠΟΡΧΕΣ {ἀνήκει στὴν συλλογή "ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ"—J.L.BORGES/ 1975 } καὶ ἀναφέρεται στήν..συνὰντηση ποὺ εἶχε ὁ συγγραφέας σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν μὲ τόν...ΕΑΥΤΟ του,  ὅταν ἦταν νεαρός !!!

Ἀντιγράφω τὰ βασικὰ ἀποσπάσματα τοῦ διηγήματος {σὲ μετάφραση ΣΠ. ΤΣΑΚΝΙΑ}:

<Τὸ περιστατικὸ συνέβη ὅταν ἤμουνα στὸ Καίμπριτζ, τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1969. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ἔκανα καμιὰ ἀπόπειρα νὰ τὸ καταγράψω, γιατί, καθὼς φοβόμουνα γιὰ τὸ μυαλό μου, εἶχα τὴν πρόθεση νὰ τὸ ξεχάσω. Τώρα, ποὺ ἔχουν περάσει μερικὰ χρόνια ἀπὸ τότε, αἰσθάνομαι πὼς ἂν τὸ ἐμπιστευθῶ στὸ χαρτὶ οἱ ἄλλοι θὰ τὸ διαβάσουν σὰν ἕνα διήγημα, κι ἐλπίζω ὅτι κάποια μέρα θὰ γίνει διήγημα καὶ γιὰ μένα τὸν ἴδιο. 
..............................................................................
Θα 'ταν γύρω στὶς δέκα τὸ πρωί. Καθόμουνα σ' ἕνα παγκάκι στραμμένο πρὸς τὸ ποτάμι Τσάρλς. 
..............................................................................
Ξαφνικά, εἶχα τὴν ἐντύπωση (κατὰ τοὺς ψυχολόγους αὐτὸ συμβαίνει ὅταν εῑ̓́ναι κανεὶς κουρασμένος) πὼς εἶχα ξαναζήσει αὐτὴν τὴ στιγμὴ στὸ παρελθόν. 
Κάποιος εἶχε καθίσει στὸ παγκάκι, στὴν ἄλλη ἄκρη. Θὰ προτιμοῦσα να 'μενα μόνος μου, ἀλλὰ μὴ θέλοντας νὰ φανῶ ἀκοινώνητος, ἀπέφυγα νὰ σηκωθῶ πάνω ἀπότομα. Ὁ ἄλλος εἶχε ἀρχίσει νὰ σφυρίζει. Τότε συνέβη τὸ πρῶτο ἀπὸ μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ ἀνησυχητικὰ πράγματα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν ἐκεῖνο τὸ πρωί. 
Αὐτὸ ποὺ σφύριζε, αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ σφυρίξει (δεν έχω διόλου μουσικό αυτί), ἤταν ὁ σκοπός «Λα Ταπέρα» μιὰ μιλόνγκα τοῦ Ελίας Ρεγοῦλες. 
................................................................................
«Κύριε», γύρισα κι εἶπα στὸ διπλανό μου, «εἶστε Ουρουγουανός ἢ Ἀργεντινός;»
«Ἀργεντινός», μοῦ ἀπάντησε, «ἀλλὰ ζῶ ἐδῶ στὴ Γενεύη ἀπὸ τὸ 1914». Ἀκολούθησε παρατεταμένη σιωπή.
«Μαλανιού 17, ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη εκκλησία;» ρώτησα.
Ἀπάντησε καταφατικά.
«Στὴν περίπτωση αὐτή», εἶπα εὐθέως, «εἶστε ὁ Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Κι ἐγώ, ἐπίσης, εἶμαι ὁ Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ἔχουμε 1969 καὶ βρισκόμαστε στὸ Καίμπριτζ».
«Ὄχι», εἶπε μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ ἦταν ἡ δική μου, ἀλλὰ καὶ λίγο διαφορετική. Σταμάτησε. Κι ὕστερα, μὲ ὕφος ἐπιτακτικό, εἶπε: «Εἶμαι ἐδῶ, στὴν  Γενεύη, σ' ἕνα παγκάκι, λίγα βήματα ἀπ' τὸ Ροδανό. Το παράξενο εἶίναι πὼς μοιάζουμε οἱ δυό μας, ἀλλὰ ἐσεῖς εἶστε πολὺ μεγαλύτερος καὶ τὰ μαλλιά σας εἶναι γκρίζα».
____________
[ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: 
στὴν συνέχεια γιὰ νά δοῦν οἱ συνομιλητὲς ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει δίκιο καὶ εἶναι ὁ "ΑΛΗΘΙΝΟΣ" Μπόρχες , ΕΒΓΑΛΑΝ ΝΑ ΔΕΙΞΟΥΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ  ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ  ΖΟΥΣΑΝ, ὁ μικρὸς τοῦ 1914, ὁ ἠλικιωμένος τοῦ 1964...]
_____________

> Ἔβγαλε τότε  ἀπ' τὴν τσέπη του τρία μεγάλα ἀσημένια νομίσματα καὶ μερικὰ ψιλά. Χωρὶς νὰ καταλαβαίνει, μοῦ 'δωσε ἕνα πεντόφραγκο. Τοῦ 'δωσα ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ μᾶλλον ἀνόητα ἀμερικάνικα χαρτονομίσματα πού, ἀνεξάρτητα ἀπ' τὴν ἀξία τους, ἔχουν ὅλα τὰ ἰδιο μέγεθος. Τὸ ἐξέτασε μὲ μεγάλη περιέργεια.
«Ἀδύνατον!», εἶπε, μὲ ὑψωμένη τὴ φωνή. «Ἔχει χρονολογία 1964. Μοιάζει μὲ θαῦμα καὶ τὸ θαυμαστὸ εἶναι τρομαχτικό. Αὐτοὶ ποὺ ἤταν μάρτυρες στὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου θὰ πρέπει να 'νιωσαν φρίκη».
................................................................................
Ἔσκισε τὸ χαρτονόμισμα κι ἔβαλε τὰ νομίσματά του στὴν τσέπη. Ἀποφάσισα νὰ πετάξω τὸ δικό μου στὸ ποτάμι
...............................................................................
 Πρότεινα νὰ κανονίσουμε νὰ συναντηθοῦμε τὴν ἑπόμενη μέρα, στὸ ἴδιο αὐτὸ παγκάκι ποὺ ὑπῆρχε σὲ δύο μέρη καὶ σὲ δύο ἐποχές. Συμφώνησε ἀμέσως καί, χωρὶς νὰ κοιτάξει τὸ ρολόι του, εἶπε πὼς εἶχε ἀργήσει. 
..............................................................................

Ἀποχαιρετιστήκαμε χωρὶς νά 'χουμε ἀγγίξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον οὔτε μιὰ φορά. 
Τὴν ἄλλη μέρα δὲν πῆγα στὸ ραντεβού. Μήτε κι αὐτός θὰ πήγαινε.
Ἐχω σκεφτεῖ πολὺ πάνω σ' αὐτὴ τὴ συνάντηση, χωρὶς ὣς τώρα νὰ τὴν ἔχω διηγηθεῖ σὲ κανέναν. Πιστεύω πὼς ἔχω ἀνακαλύψει τὸ κλειδί.
Ἡ συνάντηση ἦταν πραγματική, ἀλλὰ ὁ ἀλλος  ὅταν συζητοῦσε μαζί μου, κι αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ πῶς μπόρεσε νὰ μὲ ξεχάσει· κουβέντιασα μαζί του ἐνόσω ἤμουν ξυπνητός, κι ἡ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ ἀκόμη μ' ἀναστατώνει.
Ὁ ἄλλος μὲ ὀνειρεύτηκε, ἀλλὰ δὲν ὀνειρεύτηκε ἐμένα ἀκριβῶς. Ὀνειρεύτηκε, ἀναγνωρίζω τώρα, τὴν ἡμερομηνία πάνω στὸ δολάριο.> 

ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ.

_______
ΥΓ. ὁλόκληρο τὸ διήγημα:

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χαῖρε Κωνσταντῖνε, τελευταῖε Βασιλέα τῶν Ἑλλήνων!

1974: Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ & ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ.

Δὲν ἦταν μόνον ὁ Ἀλάριχος : Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ.