Ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν εἶχεν..

Βρισκόμαστε στὴν Ἀθήνα ἐν ἔτει 404πΧ καὶ οἱ Τριάκοντα Τύραννοι τῶν Ἀθηνῶν ἀλληλοσπαράσσονται. Ὁ ὑπ'ἀριθμ. 2 τῶν Τυράννων, ὁ ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ, ἔχει μιλήσει στὴν Βουλή προτείνοντας μιὰ μετριοπαθῆ συμπεριφιρὰ πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀντιπάλους τῶν Τριάκοντα καὶ ἡ Βουλὴ τὸν καταχειροκρότησε {" εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα" , γράφει ὁ ΞΕΝΟΦΩΝ}. Τότε ὁ ΚΡΙΤΙΑΣ , θεῖος τοῦ Πλάτωνα καὶ μαθητὴς τοῦ Σωκράτη, ἀρχηγὸς τῶν Τριάκοντα, βγαίνει ἐξω ἀπό τὸ κτήριο καὶ ἐπιστρέφει φέρνοτας τοὺς ΕΝΟΠΛΟΥΣ Φρουρούς του, διατάζοντας τους νά σταθοῦν ,ἐπιδεικνύοντας τὰ ξίφη τους ,μπροστὰ στά δρύφακτα {=κιγκλίδωμα} ἐνώπιον τῶν βουλευτῶν . Ἀνεβαίνει στὸ βῆμα—τὰ λἐω περιληπτικά—καὶ ἀνακοινώνει στοὺς βουλευτὲς ὅτι ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟΝ ΘΗΡΑΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ 3000 ΠΟΛΙΤΩΝ ὡς προδὀτη τῆς Ὀλιγαρχίας {="τὴν Ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον"} ὁπότε μπορεῖ νὰ ἐκτελεστεῖ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΗ (δηλ. μόνο μὲ τὴν ἀπόφαση τῶν Τριάκοντα). Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Κριτίας ὅτι τὸν διαγράφει "συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν" δηλ. ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩ