Κων/νος Παπαπέτρου: ΘΕΟΛΟΓΙΑ & ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (ὁλόκληρη ἡ διάλεξη τοῦ 1983 & ἡ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε)
Ἀναδημοσίευση τῆς Διάλεξης τοῦ καθηγ. ΚΩΝ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ στὴν ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ τὴν 5/12/1983]
<γιὰ λόγους πρακτικοὺς ἔχουν ἀφαιρεθεῖ οἱ παραπομπές τοῦ δακτυλογραφημένου κειμένου>
_________
ΘΕΟΛΟΓΙΑ καὶ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ .
Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω εἰσαγωγικὰ μερικὲς παρατηρήσεις. Τὸ θέμα μου εἶναι ἡ σχέση φιλοσοφίας καὶ θεολογίας —ὄχι ἡ σχέση φιλοσοφίας καὶ θρησκείας. Γι' αὐτὸ τὸ δεύτερο θέμα θὰ μιλήσει ὁ φίλος μου κ. Μπουγᾶς στὴ συνέχεια.
Τὸ κείμενο, ποὺ θὰ σᾶς διαβάσω, ἔχει γραφτεῖ εἰδικὰ γι' αὐτὴν τὴ βραδιά, πολὺ περιληπτικὰ καί, ὅπως σχεδὸν κάθε περίληψη, εἶναι ἕνα κείμενο ἐγκεφαλικό, στεγνό, ἄρα ἀρκετὰ κουραστικό. Ζητῶ συγγνώμη γι' αὐτό, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἀλλιῶς. Ἐπίσης, θὰ σᾶς παρακαλέσω θερμὰ νὰ τὸ δεῖτε μὲ προσοχή, μιὰ ποὺ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πολυγραφηθεῖ καὶ νὰ σᾶς δοθεῖ στὸ χέρι, ὅπως ἀρχικὰ ἤλπιζα. Ἐξάλλου, ὁ βραχυγραφικὸς τρόπος τῆς προσφορᾶς ἐνδέχεται νὰ δημιουργήσει τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ σχεδίασμα αὐτὸ περιέχει κενά, ἀντιφάσεις ἢ ἔστω ἀναπόδεικτους ἀφορισμούς. Μέσα μου ἔχω τὴ βεβαιότητα πὼς τὸ σχεδίασμα εἶναι, στὶς βασικές του τοὐλάχιστον γραμμές, ὁλοκληρωμένο, δεμένο, ἀλλά..."τὸ πλανᾶσθαι ἀνθρώπινον".
Γι' αὐτὸ θὰ αἰσθανθῶ προσωπικὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ κάθε κριτικὴ παρατήρηση, ποὺ θὰ ἐπισημάνει ἀδύνατα σημεῖα στὸ σύστημα, ἀφοῦ μία τέτοια ἐπισήμανση θὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ μία πολύτιμη συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωση τῶν "ἡμαρτημένων".
Καὶ κάτι ἀκόμα: Οἱ ἔννοιες λαμβάνονται, ὅπως ἄλλωστε πρέπει, μὲ τὸ πιὸ τέλειο, κατὰ τὸ δυνατόν, περιεχόμενό τους, ἰδεοτυπικά, ἂς ποῦμε. Ἄρα ὁλόκληρη ἡ συλλογιστικὴ κινεῖται σὲ δεοντολογικὸ ἐπίπεδο. Ἰδιαίτερα ἡ θεολογία λαμβάνεται μὲ τὴν ἔννοια, ποὺ πρέπει ἡ λέξη αὐτὴ νὰ ἔχει —καὶ μάλιστα σήμερα. Θεολογία δὲν εἶναι ὅ,τι λέει πὼς εἶναι θεολογία, ἀλλὰ αὐτό, ποὺ πρέπει ἡ θεολογία νὰ εἶναι —σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τοὺς ὅρους τοῦ παρόντος ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Στὴ σχέση θεολογίας—φιλοσοφίας ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ θεολογία, αὐτὸ καὶ χρονολογικὰ καὶ γενετικά. Ἡ θεολογία, στὴν παραδεδομένη της μορφή, ὡς προσπάθεια αὐτοσυνειδησίας τῆς θρησκευτικῆς πίστης, εἶναι ἡ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι κάποτε ἦταν —κακῶς— καὶ ἡ "κυρία" της, μία κυρία, ποὺ κακομεταχειρίστηκε πολλὲς φορὲς πάρα πολὺ ἄσχημα τὴν "ὑπηρέτριά" της. Μὲ αὐτὴν τὴν κακή της συμπεριφορὰ δὲν ἀποδείχτηκε βέβαια πὼς ἡ φιλοσοφία ἦταν γεννημένη γιὰ ὑπηρέτρια, καλὴ ἢ κακή, ἀποδείχτηκε ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ "θεολογία" δὲν ἦταν καθόλου κυρία ἄξια τοῦ ὀνόματός της. Φυσικὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς λεπτομέρειες τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὴ θεολογία καὶ τὴ φιλοσοφία. Θὰ δοῦμε τὸ θέμα περισσότερο συστηματικά, μὲ τὴν ἔννοια βέβαια πὼς ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ προβλήματος προϋποτίθεται, ὅσο καὶ ὅπως εἶναι γνωστή, στὴ συστηματική του θεώρηση. Ὅτι ἡ θεολογία ἦν ἐν ἀρχῇ τῆς φιλοσοφίας, αὐτὸ δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Ἡ θέση μας ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ ἡ ἀληθινὴ θεολογία συμπίπτουν, ἢ πὼς ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι τὸ τέλος τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας, ἡ ἔκβασή της. "Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις" .
Τί εἶναι ἡ φιλοσοφία;
Ἂν θελήσουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ σχῆμα τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς, τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στὸ εἶναι καὶ στὸ ὄν, ποὺ ἐπισημαίνει ἰδιαίτερα ὁ M a r t i n H e i d e g g e r, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης ὡς ἀναφορὰ στὸ εἶναι τῶν ὄντων. Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ ὀντολογικὴ κατανόηση τοῦ κόσμου. Ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης, ὡς ἀναφορὰ στὰ ὄντα ὡς ὄντα, ἀποτελεῖ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική, ὡς "θεωρία" καὶ "πράξη" ἀντίστοιχα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρόκειται γιὰ τὴν ὀντικειμενικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κόσμο.
Ἡ λειτουργία τῆς συνείδησης ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο ἄνθρωπος, ὅσο λειτουργεῖ ἡ συνείδησή του ὡς φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἡ λειτουργία τῆς
συνείδησης εἶναι ἀκριβῶς τὸ γεγονός, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀναλήθεια, ὅπου καὶ ἂν παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση τῆς συνείδησης, ἡ φθορὰ δηλαδὴ τῆς αὐθεντικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἱστορία εἶναι τὸ ἔργο τῆς συνείδησης στὴν αὐθεντικότητα καὶ στὴν ἀλλοτρίωσή της.
Τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς ἱστορίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἔργο τῆς αὐθεντικῆς συνείδησης, ὀνομάζεται πολιτισμός.
Πολιτισμὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας καὶ ἔγκειται στὴν πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων τῆς φύσης γιὰ τὸ ἀγαθό. Φύση εἶναι ἡ δοσμένη στὴ συνείδηση, γιὰ τὴν αὐτοπραγμάτωσή της, πραγματικότητα. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς συνείδησης.
Ἡ συνείδηση εἶναι ἐκείνη, ποὺ κάνει μέσα στὸν κόσμο τὴν ἀξιολογικὴ κρίση, τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, καὶ ὡς μονομερὴς παθητικὴ γνώση καὶ ὡς ὁλοκληρωμένη πράξη. Αὐθεντικὴ συνείδηση εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀξιολογικὴ κρίση, ποὺ γίνεται καὶ ὡς μονομερὴς καθαρὴ θεωρία καὶ ὡς ὁλοκληρωμένη (δημιουργὸς) πράξη, ὡς ἡ πράξη δηλαδὴ ἐκείνη, ποὺ περιέχει στὴν ἀλήθεια της καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς θεωρίας.
Ἡ ἀξιολογικὴ κρίση γίνεται πάντοτε σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸ εἶναι τῶν ὄντων, δηλαδὴ πρὸς τὸ δέον τους, ἀφοῦ τὸ εἶναι τοῦ ὄντος εἶναι τὸ δέον του. Ὡς ἀναφορὰ στὸ ὅλο, στὸ εἶναι τῶν ὄντων, στὸ δέον τους, ἡ φιλοσοφία προηγεῖται τῶν ὀντικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ εἶναι ἐκείνη, ποὺ νοηματοδοτεῖ ἐκ τῶν προτέρων κάθε ὀντικὴ σχέση μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὸ νὰ ὁρίζει τὸ νόημα κάθε ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στὶς "ἐπιμέρους" προκείμενες δυνατότητες, ποὺ προσφέρει ἡ δοσμένη πραγματικότητα.
Ἔτσι, ἡ ὀντολογία, τὸ κέντρο κάθε φιλοσοφίας, προηγεῖται τῶν διαφόρων ἐπιστημῶν (καὶ τῆς τεχνικῆς, τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐπιστημῶν) ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἕπεται σ' αὐτές, μὲ τὸ νὰ δέχεται τὰ ἐπιτεύγματά τους, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ὀντολογικῆς κατανόησης τοῦ κόσμου.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο λειτουργεῖ ἀνάμεσα στὴν ὀντολογικὴ καὶ στὴν ὀντικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν κόσμο, ἀνάμεσα δηλαδὴ στὴ φιλοσοφία καὶ τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ὁ θεμελιακὸς ἑρμηνευτικὸς κύκλος.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα γιὰ τὴ φιλοσοφία ἂς προχωρήσουμε στὴ θεολογία.
Τί εἶναι ἡ θεολογία;
Θεολογία εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ λόγου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος εἶναι, ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.
Δύο παρατηρήσεις θὰ ἦταν ἴσως ἐδῶ χρήσιμες:
α΄) Στὸ ζήτημα τί εἶναι λόγος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κατ' ἀρχὴν οὐσιαστικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ "θεολογία" καὶ τὴ "φιλοσοφία", ὅσο κι ἂν τὶς διακρίνουμε μεταξύ τους.
β΄) Τὸ τί εἶναι λόγος εἶναι θέμα, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα θέματα, ἀνοιχτό.
Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ταυτίζουμε ἐσαεὶ τὸν λόγο μὲ ὅ,τι ἡ Διαφώτιση —οὐσιαστικὴ ἢ ἐνθουσιαστικὴ— μὲ αὐτὴν τὴ λέξη κατάλαβε.
Τί εἶναι ὁ Θεός;
Ἂς προταχθεῖ καὶ ἐδῶ μία παρατήρηση:
ἴσως ἡ ἱστορία καμμιᾶς ἄλλης λέξης, ἀπ' αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ φιλοσοφία, δὲν ἐκφράζει πιὸ χαρακτηριστικὰ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης αὐτοσυνειδησίας γενικά, ὅσο ἡ ἱστορία τῆς λέξης "Θεός".
Οἱ μεταβολὲς στὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τῆς λέξης "Θεὸς" ἀποκαλύπτουν τὶς μεταβολὲς ποὺ ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία στὴν ἱστορική της ἐξέλιξη.
Ὁ ἄνθρωπος π.χ. τοῦ μύθου ἔχει μία μυθολογικὴ παράσταση γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος τῆς δογματιστικῆς μεταφυσικῆς νοεῖ τὸν Θεὸ μὲ τὶς κορυφαῖες ἔννοιες τοῦ δογματιστικοῦ του συστήματος. Ὁ ἄνθρωπος πάλι μὲ τὸν κριτικὸ λόγο, ἐκεῖνος δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν μῦθο καὶ τὴ δογματιστικὴ μεταφυσική, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ μία μυθολογικὴ παράσταση γιὰ τὸν Θεό, οὔτε νὰ παραδεχθεῖ, χωρὶς κριτικὸ ἔλεγχο, ἕνα ἐννοιολογικὸ σύστημα, μὲ ὁσοδήποτε βαρυσήμαντες ἔννοιες, ὅταν τὰ θεμέλια αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν καὶ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος βυθίζονται στὸν προκριτικὸ μῦθο καὶ τὸν κριτικὰ ξεπερασμένο δογματισμό.
Tί εἶναι, λοιπόν, ὁ Θεός;
Kαὶ ἐδῶ "omnis definitio est negatio" .
Κάθε ὁρισμὸς εἶναι ἡ ἄρνηση ἐκείνου, ποὺ δὲν εἶναι αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο πρόκειται.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἕνα μέρος τοῦ κόσμου, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ κόσμος, ὡς τὸ σύνολο τῶν δεδομένων ὄντων.
Ἡ παραδεδομένη ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι θρησκευτική, καὶ ὡς πρὸς τὴν προέλευσή της καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της. Θεὸς εἶναι ἡ ὀντολογικὰ καὶ ἀξιολογικὰ ὕψιστη ἔννοια τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου. Αὐτό, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα, σημαίνει πὼς ὁ ἄθρησκος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ αὐτὴν τὴ θρησκευτικὴ ἔννοια. Ἡ αὐτονόητη ἄρνηση τοῦ μὴ θρησκευόμενου ἀνθρώπου νὰ δεχθεῖ μία θρησκευτικὴ ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς μὲ σπουδαῖες ἐπιπτώσεις στὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα αὐτοσυνειδησία τῆς θεολογίας.
Ἡ θρησκεία εἶναι μία προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ μεταφυσικὴ κατανόηση τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του. Ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ προσπάθεια ἔχει βιωματικὸ χαρακτῆρα μὲ ἔντονα συναισθηματικὰ στοιχεῖα, ἀφοῦ ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος εἶναι βαθύτατα χρωματισμένος ἀπὸ τὸ θρησκευτικό του συναίσθημα ἢ βίωμα. Ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τὴν πραγματικότητα μέσα ἀπ' ὅ,τι καλύτερο ὁ ἴδιος διαθέτει, καὶ αὐτὸ εἶναι γι' αὐτὸν ἡ θρησκευτικότητά του μὲ τὴν "ἀντικειμενική" της διαμόρφωση, τὴ θρησκεία. Ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος βλέπει θρησκευτικὰ τὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς, ἐνῷ ταυτόχρονα αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει. Ἡ θρησκευτικότητα καὶ ἡ θρησκεία εἶναι ἀντίστοιχα οἱ ἀξιολογικὲς κορυφὲς τοῦ ὑποκειμενικοῦ καὶ τοῦ ἀντικειμενικοῦ πνεύματος τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου, καὶ θρησκευόμενος εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ' ὁλόκληρη τὴν ἱστορία του, μὲ ὁρισμένες ἐξαιρέσεις κυρίως στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς ὅμως καὶ οἱ ἐξαιρέσεις αὐτὲς νὰ εἶναι πάντα ἀναμφισβήτητες .
Στὸν χῶρο τῆς θρησκευτικότητας καὶ τῆς θρησκείας ἡ θεολογία εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ συνειδητοποιηθεῖ, μὲ τὰ διαθέσιμα διανοητικὰ μέσα, τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος.
Θεολογία εἶναι τὸ διανοητικὸ περιεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, ὅ,τι δηλαδὴ πιὸ "ἐπιστημονικὸ" διαθέτει στὸ θρησκευτικό του βίωμα ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος γιὰ τὴ μεταφυσικὴ σύλληψη τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν κατανόηση δηλαδὴ τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του. Καμμία διαφωτιστικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὑποτιμᾷ τὸ γεγονὸς αὐτό. Αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ θεολογία, ἡ προσπάθεια μεταφυσικῆς σύλληψης τοῦ κόσμου μέσα ἀπ' τὸ κυρίαρχο στὴν ἐποχή του θρησκευτικὸ βίωμα μὲ ἀνάπτυξη τῶν διαθέσιμων διανοητικῶν μέσων, εἶναι ἡ μήτρα γιὰ τὴ γένεση τῆς φιλοσοφίας, ὅπως καὶ τόσων ἄλλων πολιτιστικῶν ἐπιδόσεων τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀρχικὰ θρησκευτικὴ δὲν ἦταν μόνο ἡ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ὅπως καὶ ἡ ἰατρική, ἡ δικαιοσύνη, ἡ κρατικὴ ἐξουσία κ.λπ. Ἀφοῦ ὁλόκληρη ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἔντονα καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ θρησκευτική, ἦταν φυσικὸ ὅλες οἱ πολιτιστικὲς ἐπιδόσεις τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔχουν βασικὰ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴ θρησκευτικὴ ἀφετηρία ξεκινάει τὴν ἱστορική του ἐξέλιξη τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ ἄθρησκο μεταφυσικὸ ἤ, ἔστω, "ἀντιμεταφυσικὸ" σχεδίασμα τῆς ἐποχῆς μας ἔχει ξεκινήσει ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ μεταφυσικὴ τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα γιὰ μία ὑποταγὴ τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας στὸ θρησκευτικὸ βίωμα, μᾶς ὁδηγεῖ ὅμως σὲ μία πιὸ σωστὴ ἱστορικὴ κατανόηση τῆς θέσης, στὴν ὁποία βρίσκεται ἡ φιλοσοφία σήμερα.
Βέβαια, ἡ φιλοσοφία σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκευτική. Αὐτὸ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο. Ἡ σύγχρονη φιλοσοφικὴ ἔρευνα πρέπει νὰ εἶναι καθαρὴ ὡς πρὸς κάθε ψυχολογισμό. Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κάθε συναίσθημα, εἶναι ξένο ὡς πρὸς τὴν καθαρὴ φιλοσοφικὴ μέθοδο, ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὰ διανοητικὴ καὶ μάλιστα πέρα γιὰ πέρα κριτική. Προκριτικὰ συναισθήματα, ὅσο ἔντονα καὶ ἂν εἶναι, πρὸς ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν προσανατολίζονται, εἶναι κατ' ἀρχὴν ξένα πρὸς τὴν καθαρὴ μέθοδο τῆς φιλοσοφίας, ποὺ ἔγκειται στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κοινοῦ, τοῦ διυποκειμενικοῦ λόγου, τοῦ λόγου, πού, κατ' ἀρχήν, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε, ἀτομικὴ ἢ συλλογική, προκατάληψη —θρησκευτικὴ ἢ ἄθρησκη.
Χωρὶς Θεὸ δὲν ὑπάρχει θεολογία. Μία ἄθεη θεολογία εἶναι φυσικὰ κάτι τὸ ἀδιανόητο, ἀφοῦ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη, ποὺ κάνει μία ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι θεολογία.
Τὸ ζήτημα, βέβαια, εἶναι πάντοτε τί εἶναι ὁ Θεός, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη.
Εἶναι ὁ Θεὸς μόνο μία θρησκευτικὴ ἔννοια, ἔτσι ὥστε, ὅταν γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο πέφτει ἡ θερμοκρασία τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, νὰ πεθαίνει καὶ ὁ Θεός, ἀπὸ τὸ ψῦχος ποὺ κυριαρχεῖ στὸν χῶρο μιᾶς "πάλαι ποτὲ" φλογερῆς θρησκευτικότητας;
Μήπως αὐτό, ποὺ πραγματικὰ σημαίνει ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια γιὰ τὸν Θεό, παραμένει ἐντελῶς ἀνέπαφο ἀπὸ τὶς περιπέτειες καὶ τὴν τελικὴ τύχη ποὺ ἔχει στὴν ἱστορία ἡ θρησκευτικὴ συναισθηματικότητα; Μήπως μία θεολογία χωρὶς θρησκευτικότητα, μία ἄθρησκη θεολογία (φυσικὰ μόνο ἐκεῖ ὅπου ἡ θρησκευτικότητα, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, ἔπαψε νὰ ὑπάρχει) εἶναι κατ' οὐσίαν τόσο θεολογία, ὅσο εἶναι τοὐλάχιστον καὶ ἡ θρησκευτικὴ θεολογία στὴν ἐποχή, ποὺ ἀνθίζει, γιὰ διάφορους ἱστορικοὺς λόγους, τὸ θρησκευτικὸ βίωμα;
Ἂν ὁ ὑπερβατικὸς Θεός, ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία, δὲν ὑπόκειται στὸ ἐννοιολογικὸ σύστημα τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, τότε ἀκόμα καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σημαίνει καμμία ἀπώλεια γιὰ τὴ θεολογία, γιὰ τὴ θετικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ὑπερβατικό.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, καὶ γιὰ τὴν παραδεδομένη θρησκευτικὴ θεολογία, ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Σ' αὐτὴν τὴν πεποίθηση πρέπει νὰ προσθέσουμε πὼς ἡ ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι μόνο θρησκευτικὸ γεγονός.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός, ὅπως τὸν κατανοεῖ ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος, μέσα ἀπὸ τὸ θρησκευτικό του βίωμα, δὲν ζητάει μόνο τὴ θρησκευτικὴ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε μορφὴ παραδεδομένης θρησκευτικῆς θεολογίας τὸ δέχεται αὐτό. Ποτὲ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ δὲν περιορίστηκε σ' ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, στὸ θρησκευτικὸ μέρος. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σκέψη ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει περιοχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀδιάφορη γιὰ τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ Θεὸς κατανοεῖται μόνο, ἢ κυρίως, μέσα ἀπὸ τὶς ἰσχύουσες θρησκευτικὲς κατηγορίες. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου σ' ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ζωῆς, ὁλόκληρη δηλαδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν αὐθεντικότητά της.
Ὅταν ἕνα ἰδεολογικὸ σχῆμα ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἡ θεολογία, θεωρεῖ ὡς Θεό, ὡς ἔσχατο δηλαδὴ "σημεῖο" ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, κάτι, ποὺ εἶναι σχετικό, τότε αὐτὴ ἡ θεώρηση τοῦ σχετικοῦ ὡς τοῦ ἀπολύτου, αὐτὴ ἡ αὐθαίρετη, ὑποκειμενιστικὴ καὶ χωρὶς ἀντιστοιχία στὴν πραγματικότητα ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θεολογία, μὲ ὅσο ἔντονο, θρησκευτικὸ ἢ ἄλλο, πάθος καὶ ἂν ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι. Καὶ δὲν μπορεῖ μία ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ νὰ εἶναι θεολογία, γιατὶ τὸ πρῶτο συνθετικὸ μιᾶς τέτοιας "θεολογίας" δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ κάτι τὸ σχετικό.
Ἂν ἡ παραδεδομένη θεολογία καταφέρεται ὣς τώρα πάντοτε ἐνάντια στὴν εἰδωλολατρία, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸ θέμα μας μεγάλη σημασία, ἀφοῦ ἡ ἄρνηση αὐτὴ τῆς εἰδωλολατρίας δὲν σημαίνει σχεδὸν τίποτα ἄλλο παρὰ κατηγορηματικὴ ἄρνηση τῆς ἀπολυτοποίησης τοῦ σχετικοῦ. Βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κανεὶς πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει τὸ ἀπόλυτο, πὼς ὅ,τι διαθέτει εἶναι τὸ σχετικό, καὶ αὐτὸ σχετικά.
Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τότε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴ θεολογία;
Τὸ πρόβλημα εἶναι σπουδαῖο καὶ θ' ἄξιζε νὰ προσπαθήσουμε ἐδῶ νὰ δώσουμε μία σύντομη ἀπάντηση.
Στὴν εἰδωλολατρία (ὅλων των εἰδῶν, ὄχι μόνο τὴ στενὰ θρησκευτικὴ) ταυτίζεται τὸ σχετικὸ μὲ τὸ ἀπόλυτο, τὸ σχετικὸ διεκδικεῖ τὴ θέση καὶ τὸ κῦρος τοῦ ἀπολύτου.
Στὴ θεολογία, ἀντίθετα, τὸ σχετικὸ εἶναι τὸ μέσο γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἴδιου τοῦ σχετικοῦ, γιὰ τὴ μετάβαση τῆς συνείδησης στὸ ὑπερβατικό.
Ἡ κατάφαση τοῦ σχετικοῦ στὴ θεολογία εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ διαλεκτικὴ ἄρνησή του.
Τὸ σχετικὸ λειτουργεῖ ὡς τὸ σκαλί, γιὰ νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος παραπέρα, παραπάνω, γιὰ νὰ ἀναχθεῖ ἀπὸ τὸ φαινόμενο στὸ ὑπερβατικὸ βάθος του, στὴν ἀξιολογική του, καὶ τοῦ φαινομένου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὑπέρβαση.
Τὸ ὄν, τὸ σχετικό, εἶναι γιὰ τὴ θεολογία τὸ σύμβολο γιὰ τὴν ἀναγωγὴ τῆς συνείδησης στὸ ὑπερβατικό, ποὺ εἶναι τὸ ἔσχατο δέον τῆς συνείδησης. Καὶ φυσικὰ ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀληθινὴ θεολογία, γιὰ τὴν κίνηση δηλαδὴ ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ φτάσει στὸν Θεό. Δὲν ἐννοοῦμε μία ὁποιαδήποτε ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, τὴν ἀπολυτοποίηση ὁποιουδήποτε ὄντος, ὁσοδήποτε ψηλὰ καὶ ἂν βρίσκεται αὐτὸ σὲ μία ἀξιολογικὴ ἱεράρχηση τῶν ὄντων, ἀφοῦ μία τέτοια ἀπολυτοποίηση τοῦ ὄντος, δηλαδὴ ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι, σὲ τελευταία ἀνάλυση, παρὰ μία μορφὴ εἰδωλολατρίας.
Ἡ θεώρηση τοῦ σχετικοῦ ὡς τοῦ ἀπολύτου δὲν εἶναι θεολογία ἀλλὰ εἰδωλολατρία —καὶ ἡ εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Ἡ αὐθαίρετη ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, ἡ αὐτοθέωση, ἡ "ἰσοθεΐα" τοῦ ὄντος, ὁ σφετερισμός, ἂς ποῦμε, τοῦ θρόνου τοῦ ἀπολύτου, ποὺ εἶναι τὸ ὑπερβατικό, ἀπὸ κάτι τὸ σχετικό, ὅπως εἶναι π.χ. μία ἰδέα, μία ἰδεολογία, ἕνα σύστημα ἀξιῶν, τὸ περιεχόμενο ἑνὸς θρησκευτικοῦ βιώματος κ.λπ., —αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ θεολογία.
Θεολογία εἶναι ἡ χρήση τοῦ σχετικοῦ ὡς σχετικοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβασή του, γιὰ τὴν ἀναγωγή, τὴ μετάβαση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ ὑπερβατικό.
Πρακτικά, ἁπλά, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι θεολογία τὸ νὰ πάρει κανεὶς ὁρισμένες ἀντιλήψεις μιᾶς ἐποχῆς ἢ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁσοδήποτε σοφοῦ, καὶ νὰ τὶς ταυτίσει μὲ τὴν ὑπερβατικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἀντίληψη εἶναι βέβαια ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο, ὅσο ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἀληθινή.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ' ὅσον καὶ καθ' ὅσον ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀληθινός. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, "ἡ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσα" , τὸ ἔργο δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Σὲ ἀντίθεση πρὸς κάθε μορφὴ ἀπολυτοποίησης τοῦ σχετικοῦ, ἡ θεολογία, ἡ ἀναγωγὴ δηλαδὴ στὸ ὑπερβατικό, στὸ ἔσχατο βάθος τοῦ φαινομένου, δὲν ταυτίζεται μὲ μία μυστική, φαντασιώδη (Spekulativ!) παθητικὴ θεωρία.
Ἡ ἀναγωγὴ στὸ ὑπερβατικὸ βάθος τοῦ ὄντος, ἡ μετάβαση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δοσμένο ὂν στὸ εἶναι του, "τὸ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον" δέον του, ἀποτελεῖ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀλήθεια τῆς ἱστορικῆς δράσης του, τὸν πολιτισμό.
Ἡ θεολογία δὲν εἶναι μία παθητικὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο (καὶ τὴν ἱστορία του) εἶναι ἡ πράξη ἐκείνη, ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ δέον πέρα ἀπ' τὸ δοσμένο ὄν.
Ἡ θεολογία ἢ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας ἢ δὲν εἶναι θεολογία.
Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ (μὲ τὸν ὑπερβατικὸ στόχο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου) δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ εἶναι θεολογία, ὅ,τι δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας.
Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι πράξη, εἶναι καὶ ἡ θεολογία πράξη .
Δὲν ὑπάρχει ἐπιμέρους ἀλήθεια στὴν ἱστορία, ἡ ὁποία νὰ μὴν εἶναι μέρος τῆς θεολογίας.
Στὴ θεολογία ἀνήκει κάθε ἀλήθεια, ὄχι μόνο ἡ στενὰ θρησκευτική.
Κάθε θρησκευτικὴ ἀλήθεια ἀνήκει στὴ θεολογία, ὄχι ἐπειδὴ καὶ καθ' ὅσον εἶναι θρησκευτική, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ καθ' ὅσον εἶναι ἀλήθεια.
Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία, οὔτε θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ θεολογία συμπίπτουν.
Ὅπου παρατηρεῖται διαφορὰ ἀνάμεσά τους, ἐκεῖ ἢ ἡ "ἀλήθεια" δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἢ ἡ "θεολογία" δὲν εἶναι θεολογία, ἤ, συνηθέστερα, τὸ συναμφότερο.
Βέβαια, πολλὲς φορὲς ἡ θεολογία περιορίζεται στὶς διαστάσεις τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, ἐνῷ οἱ ἄλλες περιοχὲς τῆς ζωῆς τοποθετοῦνται ἔξω ἀπὸ τὴ θεολογία.
Πολλοί, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ λένε πὼς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ θεολογία, ἐπιμένουν νὰ διαπράττουν αὐτὸ τὸ λάθος, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸ θρησκευτικὸ βίωμα ἔχει, γιὰ διάφορους λόγους, ὑποχωρήσει σὲ ἐντελῶς δευτερεύουσα θέση ἢ εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρκτο. Σὲ μία τέτοια περίπτωση θὰ ὑπάρχει ἀσφαλῶς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ θεολογία καὶ τὴ φιλοσοφία, εἴτε ἡ φιλοσοφικὴ σκέψη εἶναι φορέας τῆς ἀλήθειας, εἴτε ὄχι.
Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι, ὅπως εἴπαμε, μία θρησκευτικὴ ἔννοια ὡς πρὸς τὴν προέλευσή της καὶ τὸ ἀρχικό της περιεχόμενο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὑπόκειται στὶς παραδεδομένες θρησκευτικὲς κατηγορίες, ὅπως εἶναι ἐκεῖνες τοῦ μύθου ἀρχικὰ καὶ τῆς δογματιστικῆς μεταφυσικῆς στὴ συνέχεια.
Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἔσχατο σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ μιᾶς μεταφυσικῆς, ποὺ δὲν θέλει νὰ εἶναι οὔτε μυθολογική, οὔτε δογματιστική, οὔτε κατ' ἀνάγκη θρησκευτική, ἀλλὰ πέρα γιὰ πέρα κριτική.
Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ μεταφυσική;
Ἂν δὲν ὑπάρχει, τότε ἡ πρώτη καὶ ὕψιστη ἀνάγκη εἶναι ἐδῶ καὶ τώρα νὰ τὴν σχεδιάσουμε.
Ἡ ἐποχή μας, —μία μὴ μεταφυσικὴ ἐποχὴ— δὲν ἔχει καμμία μεγαλύτερη καὶ πιὸ ἐπείγουσα ἀνάγκη ἀπὸ μία μεταφυσική, ποὺ θὰ ἀντέχει σὲ κάθε κριτικὴ καὶ θὰ νοηματοδοτεῖ σήμερα τὴν ἱστορία.
Ἂν οἱ παραδεδομένες μορφὲς μεταφυσικῆς —καὶ κυρίως ἡ θρησκευτικὴ— ἔπαψαν νὰ ἰσχύουν, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐξαλείφθηκε ἡ διαχρονικὴ καὶ ἀσίγαστη μεταφυσικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὅτι πέθανε ὁριστικὰ ἡ δυνατότητα τῆς μεταφυσικῆς.
Ἂν ὁ Θεὸς νοεῖται σὰν ἕνα ὂν (σὰν μία μυθολογικὴ παράσταση ἢ σὰν ἡ κορυφὴ ἑνὸς δογματιστικοῦ θρησκευτικοῦ ἐννοιολογικοῦ συστήματος) τότε τὸ ὂν αὐτὸ μπορεῖ κάποτε νὰ πεθάνει.
Τὸ λάθος δὲν βρίσκεται στὸν θάνατο ἑνὸς κατ' ἀρχὴν μελλοθάνατου ὄντος, ὅπως ἴσως φοβᾶται μία συντηρητικὴ θρησκευτικὴ νοοτροπία, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν προηγηθεῖσα ταύτιση τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ μὲ ἕνα θνητὸ ὄν, δηλαδὴ στὴ διαπραχθεῖσα εἰδωλολατρία.
Ἐκεῖνο, ποὺ θέλει ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ πραγματικὰ νὰ σημάνει, δὲν πεθαίνει, ὅταν πεθαίνει ἡ σχετικὴ θρησκευτικὴ ἔννοια ἢ καὶ ἡ ἴδια ἡ θρησκευτικότητα.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο θρησκευτικός, δὲν εἶναι μόνο περιεχόμενο τῆς θρησκευτικότητας, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ δεχθεῖ κανεὶς πὼς ἡ θρησκευτικότητα εἶναι ἡ ἀξιολογικὰ κορυφαία ποιότητα τοῦ ὑποκειμένου.
Ὁ Θεός, καὶ ὡς νόημα, εἶναι "id, quo majus cogitari nequit" .
Τὸ ξεπερασμένο νόημα (ὅπως εἶναι π.χ. ἐκεῖνο μιᾶς, ἀπὸ νοητικὴ ἄποψη, ἁπλοϊκῆς θρησκευτικότητας ἢ ἡ κορυφαία ἔννοια ἑνὸς ξεπερασμένου δογματιστικοῦ συστήματος) δὲν εἶναι οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ ἕνα τέτοιο νόημα εἶναι ξεπερασμένο, ἀλλά, καὶ αὐτὸ εἶναι βασικότερο, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνεικόνιστος κατ' ἀρχήν, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπερβατικὸ τοῦ ἀνθρώπινου λόγου.
Ὁ Θεὸς ὡς περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης νόησης, θρησκευτικῆς ἢ ὄχι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ὑπερβατικὸς Θεός.
Ὁ Θεὸς εἶναι μία ἔννοια, φυσικὰ ὄχι μόνο θρησκευτική, γιὰ νὰ σημάνει τὸ παραπέρα ἀπὸ ὅ,τι κορυφαῖο, ἀπὸ ἀξιολογικὴ ἄποψη, διαθέτει σὲ κάθε στιγμή του ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ ἔννοια αὐτὴ λειτουργεῖ στὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασης τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἡ δύναμη ἐκείνη, ποὺ κάνει τὴν αὐθυπέρβαση αὐτὴ δυνατὴ καὶ πραγματική, χωρὶς νὰ ἐξαντλεῖται μὲ τὸ ὁσοδήποτε ὑψηλὸ ἀξιολογικὸὀντολογικὸ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κάθε φορὰ σημαίνει τὸ παραπέρα.
Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἔννοια δὲν συμπίπτει μὲ τὸν ὑπερβατικὸ Θεό, ἀποτελεῖ τὴν ἐμπροσθοφυλακὴ τῶν νοημάτων τοῦ ἀνθρώπου στὴν πορεία του πρὸς τὸ ὑπερβατικό.
Μία τέτοια ἔννοια δὲν ἔχει μόνο ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος στὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασής του, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τοῦ ἄθρησκου ἀνθρώπου ἡ ἔννοια αὐτὴ —δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα— δὲν εἶναι θρησκευτική.
Δὲν πρόκειται ἁπλὰ γιὰ ἕνα αἴτημα τοῦ πρακτικοῦ λόγου ( Κ a n t ), ἀλλὰ γιὰ ἕνα γεγονὸς ἐμπειρικὰ διαπιστώσιμο καὶ ἀπὸ κάθε ἔποψη ἀδιαμφισβήτητο, ποὺ διέπει κάθε ἄνθρωπο, κάθε ἀπόπειρα, παρελθοῦσα, παροῦσα ἢ μέλλουσα, μεταφυσικῆς κατανόησης τοῦ κόσμου, ὁσοδήποτε κριτικῆς.
Ἂν ἀπελευθερώσουμε τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὁρισμένες ξεπερασμένες θρησκευτικές, μυθολογικὲς καὶ δογματιστικὲς κατηγορίες, τότε αὐτὴν τὴν καθαρότερη, ὡς πρὸς ὁρισμένους κληρονομημένους ἀνθρωπομορφισμούς, ἔννοια γιὰ τὸν Θεὸ τὴν συναντᾶμε παντοῦ, ὅπου τελεῖται ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δέουσα σχέση του πρὸς τὸ ὑπερβατικό, πρὸς τὸ εἶναι, πρὸς τὸ ὅλο. Αὐτὴ ἡ ἔννοια εἶναι ἡ δύναμη καὶ ὁ ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν αὐθυπέρβασή του, στὴ δημιουργία τοῦ πολιτισμοῦ, στὴν πραγμάτωση τῆς ἀλήθειας του.
Νομίζω ὅτι, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔποψη, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση Θεοῦ καὶ λόγου.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου. Αὐθεντικότητα τοῦ λόγου εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τοῦ σχετικοῦ στὸ ἀπόλυτο, τοῦ μέρους στὸ ὅλο, τοῦ ὄντος στὸ εἶναι.
Ὁ λόγος μετέχει τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι ἀληθινός.
Ἡ μετοχὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος εἶναι ἀληθινός, ὅταν εἶναι λόγος, καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικότητα ἐκείνη, ποὺ κάνει τὸν λόγο νὰ εἶναι λόγος. Ἡ λειτουργία τοῦ λόγου ὡς λόγου, δηλαδὴ ἡ λειτουργία τοῦ λόγου στὴν αὐθεντικότητά του, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς μετοχῆς τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, τὸ γεγονὸς τῆς αὐθυπέρβασης τοῦ ἀνθρώπου.
Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος, ποὺ νὰ εἶναι λόγος καὶ νὰ εἶναι ἄθεος. Ὁ ἄθρησκος λόγος, ποὺ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄθρησκος δὲν παύει ἀναγκαστικὰ νὰ εἶναι καὶ λόγος, δὲν εἶναι ἄθεος, ἀκόμα καὶ ὅταν ἀρνεῖται τὴ λέξη Θεός, ἂν δηλαδὴ κάτω ἀπ' αὐτὴν τὴ λέξη βλέπει μόνο ἕνα ξεπερασμένο θρησκευτικὸ νοηματικὸ περιεχόμενο.
Αὐτό, ποὺ ἀρνεῖται ὁ ἄθρησκος λόγος, δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ μία, γι' αὐτὸν ξεπερασμένη, θρησκευτικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ.
Ἄθεος εἶναι ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος παύει νὰ εἶναι λόγος.
Ἀθεΐα εἶναι οὐσιαστικὰ ὄχι ἡ ἁπλὴ ἄρνηση τῆς λέξης Θεὸς ἢ ἑνὸς ξεπερασμένου θρησκευτικοῦ νοηματικοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ ἡ ἄρνηση τῆς σχέσης τοῦ λόγου μὲ τὸ ὑπερβατικό, δηλαδὴ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ λόγου, μὲ ἄλλα λόγια τὸ κακὸ μέρος τῆς ἱστορίας —σύμφωνα μὲ τὴν ἀξιολογικὴ κρίση τῆς καθολικῆς συνείδησης.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε, χωρὶς ἴσως καμμία οὐσιαστικὴ ἀντίρρηση, ἀπὸ ὁποιαδήποτε πλευρά, πὼς ἡ φιλοσοφία, μὲ τὸν κριτικὸ λόγο (μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα τῆς πραγματικότητας) ζητάει νὰ φτάσει στὴν ἔσχατη ἀλήθεια τοῦ κόσμου, σ' αὐτό, ποὺ προσπαθεῖ νὰ φτάσει καὶ ὁ θρησκευτικὸς στοχασμός, μέσα ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ θρησκευτικοῦ του βιώματος.
Ἡ φιλοσοφία προσπαθεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὸ νὰ γίνει ἡ ἀληθινὴ μεταφυσικὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ δηλαδή, ποὺ θέλει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀληθινὴ θεολογία.
Ὁ ἔσχατος στόχος τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας Θεός, ὅταν αὐτὸ τὸ περιεχόμενο δὲν τὸ ὑποτάξουμε στὶς θρησκευτικὲς κατηγορίες, μὲ τὶς ὁποῖες ξεκίνησε τὴν ὀντολογική του προσπάθεια ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά, ὅταν τὸ ἀναζητήσουμε, μὲ ὅ,τι καλύτερο διαθέτουμε.
Γιὰ τὴν παραδεδομένη ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ Θεὸς "καθ' ἑαυτὸν" εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατικός, καὶ ὁ ἄνθρωπος "μετέχει τοῦ Θεοῦ" μὲ τὸ νὰ ἀνεβεῖ στὴν ἀξιολογικὴ κορυφή του, μὲ τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ἀληθινός.
Ἀπὸ τὴ μεριά της πάλι ἡ φιλοσοφία δὲν ἀποβλέπει πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀληθινή, τὴν πέρα γιὰ πέρα κριτική, μεταφυσική του.
Ἡ ταυτότητα θεολογίας καὶ φιλοσοφίας θεωρεῖται ἔτσι σὰν ἕνας τελικὸς στόχος, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ζωῆς καὶ ζητάει τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου στὸ ὅλο της.
Τὸ ἴδιο θέλει νὰ εἶναι καὶ ἡ θεολογία.
Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ποὺ τὴν ἐπιτυγχάνει εἴτε ἡ φιλοσοφία εἴτε ἡ ἐπιστήμη εἴτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίδοση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ταυτόχρονα, εἴτε ὡς φιλοσοφική, εἴτε ὡς ἐπιστημονικὴ κ.λπ. ἀλήθεια, καὶ ἀλήθεια θεολογική.
Ἡ ἀπαίτηση τῆς θεολογίας, ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια, σημαίνει φυσικὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεολογία ὅ,τι ἀποδεικνύεται, μὲ τὴν κριτική, ὡς ἀναλήθεια. Μία "θεολογία", ποὺ ἀρνεῖται μία ἐπιμέρους ἢ μία γενικότερη φιλοσοφική, ἐπιστημονικὴ κ.λπ. ἀλήθεια, δὲν εἶναι μία θεολογία ἄξια τοῦ ὀνόματός της.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ταυτότητα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας. Δὲν ὑπάρχουν ἀλήθειες, ποὺ νὰ εἶναι ἐπιτεύγματα μιᾶς ἐπίδοσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ταυτόχρονα νὰ τὶς ἀρνεῖται μία ἄλλη ἐπίδοση τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς αὐτὴ ἡ ἄλλη "ἐπίδοση" νὰ εἶναι ἀλλοτρίωση.
Ἀλλοτρίωση εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, καὶ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἶναι οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ θεολογία.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δέχεται ἕνα ψεῦδος ἢ κάτι τὸ ἱστορικοπνευματικὰ ξεπερασμένο καὶ ταυτόχρονα νὰ ἰσχυρίζεται πώς, ἀποδεχόμενος αὐτὸ τὸ ψεῦδος, κάνει θεολογία ἢ φιλοσοφία.
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡ θεολογία, ἡ ἀληθινή, ὅπως καὶ ἡ φιλοσοφία, δὲν ἀρνεῖται τὴν κριτική, ἀλλὰ τὴν ἐπιζητεῖ, ἀφοῦ ἡ κριτικὴ εἶναι σήμερα ἡ μέθοδος γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀλήθεια.
Μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ μία ταυτότητα φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ λόγου, ποὺ λειτουργεῖ καὶ σ' αὐτό, ποὺ ὀνομάζουμε φιλοσοφία καὶ σ' αὐτό, ποὺ ὀνομάζουμε θεολογία. Ἡ ταυτότητα αὐτὴ φιλοσοφίας—θεολογίας βρίσκεται στὸ τέλος τοῦ φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοῦ στοχασμοῦ.
Καθ' ὁδὸν ὅμως ὑπάρχουν πολλά, πάρα πολλὰ προβλήματα καὶ γιὰ τὴ λύση αὐτῶν τῶν προβλημάτων ἀγωνιζόμαστε. Ἡ ἀλήθεια δὲν βρίσκεται οὔτε στὴ θέση οὔτε στὴν ἄρνηση, ἀλλὰ στὴ σύνθεση —μία σύνθεση, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τοὺς διάφορους ὕποπτους, καὶ βασικὰ ἰδιοτελεῖς, συμβιβασμούς.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΟΥ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ 1983:
Ἐρώτηση:
Σχετικὰ μὲ τὴν πορεία καὶ τὸν ἔσχατο στόχο τῆς θεολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας...
Ἀπάντηση:
Ὡς πρὸς τὸν στόχο...Ὁ στόχος τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας εἶναι νὰ δημιουργήσει μία ἀληθινὴ μεταφυσική. Καὶ ὅταν λέω μεταφυσική, δὲν ἐννοῶ τίποτα τὸ δογματιστικό, χρησιμοποιῶ τὴ λέξη μὲ τὴν ἔννοια, ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ ὁ H e-i d e g g e r : "Μεταφυσικὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ ὄντος ἐν ὅλῳ" .
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς φιλοσοφίας τελικά. Δὲν ὑποκαθιστᾷ τὶς ἐπιμέρους ἐπιστῆμες, διότι οἱ ἐπιμέρους ἐπιστῆμες ἔχουν ὀντικὲς σχέσεις μὲ τὰ ὄντα. Ἡ φιλοσοφία θέλει νὰ καταλήξει σὲ μία μεταφυσική, δηλαδὴ νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε τί εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο στὸ ὅλο της. Δὲν νομίζω ὅτι βρισκόμαστε στὸ τέλος τῆς μεταφυσικῆς. Βρισκόμαστε στὸ τέλος μιᾶς δογματιστικῆς μεταφυσικῆς, μιᾶς μεταφυσικῆς, ποὺ δὲν εἶναι κριτική. Παίρνω δύο παραδείγματα σύγχρονης φιλοσοφίας. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ὀντολογικὴ διαφορὰ τοῦ H e i d e g g e r, ὅπου, κατ' ἐμέ, ὅλη ἡ θεωρία του (περὶ θεωρίας πρόκειται) περὶ τοῦ εἶναι εἶναι μία θεολογία κατ' οὐσίαν. Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι τοῦ J a s p e r s, ἡ φιλοσοφικὴ θεολογία. Καὶ πῆρα δύο ἀνθρώπους, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς κατηγορήσει γιὰ δογματισμὸ ἢ τίποτα ἄλλο, διότι εἶναι οἱ δάσκαλοι τοῦ παρόντος καὶ τοῦ S a r t r e. Ὅταν τὸ σχεδίασμα τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας τοῦ J a s p e r s δείχνει καθαρὰ (παρὰ τὴν κριτική, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς κάνει στὸν χριστιανισμὸ) ὅτι καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πιὸ ἄθρησκη, τὴν πιὸ κριτικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη, ἡ μεταφυσικὴ ζεῖ, αὐτὴ εἶναι ἡ φιλοσοφικὴ πίστη τοῦ J a s p e r s.
Διαφωνῶ μὲ τὸν ὅρο πίστη, διότι πίστη δὲν εἶναι ἡ εὐπιστία στὸν μῦθο. Πίστη εἶναι ἡ συναρπαγὴ ἀπὸ τὸ ὑπερβατικό. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ συναρπαγὴ ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ εἶναι κατ' ἐξοχὴν κριτικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου.
Μὴ συγχέουμε τὴν πίστη τὴ χριστιανική, τὴν πίστη τῆς θεολογίας, μὲ τὴν εὐπιστία ἀπέναντι σὲ προκριτικὰ σχήματα. Ὅτι ἡ πίστη πολλὲς φορὲς θεωρεῖται ἔτσι, συμφωνῶ. Πιστεύω ὅτι αὐτό, ποὺ προσπαθεῖ ἡ φιλοσοφία νὰ κάνει, εἶναι μία ἀληθινὴ μεταφυσική. Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ μεταφυσικὴ ἔχει ὡς περιεχόμενό της αὐτό, ποὺ ἡ παραδεδομένη θεολογία ὀνομάζει Θεό. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπερβατικὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Διαφωνῶ μὲ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος του κόσμου.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ ξεπεράσει τὸν κόσμο. Κάθε πράξη αὐθυπέρβασης εἶναι ξεπέρασμα τοῦ κόσμου. Ὅταν ὁ τεχνίτης ἔφτιαξε αὐτὴν τὴν τσάντα, ξεπέρασε τὸν κόσμο. Ἡ τσάντα δὲν ἦταν δοσμένη. Ἡ οὐσία τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ προχωρήσει πρὸς τὸ ὑπερβατικό.
Ὅποιος μάλιστα ἔχει σπουδάσει τὸν B l o c h, πιστεύω ὅτι, σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τοὐλάχιστον, πρέπει νὰ συμφωνήσει. Δηλαδὴ ἡ ὑπέρβαση τοῦ κόσμου εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ παραδοχὴ τοῦ κόσμου στὸ ὅποιο εἶναι.
Ἡ ἔννοια τῆς πράξης, ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὑπέρβαση τοῦ κόσμου.
Ἄλλο τώρα ἂν ἡ ὑπέρβαση τοῦ κόσμου δὲν γίνεται μὲ σχήματα ξεπερασμένα, δογματιστικά, μυθολογικοῦ χαρακτῆρα.
Ὡς πρὸς τὴ δέσμευση τῆς θεολογίας. Αὐτό, ποὺ δεσμεύει τὴ θεολογία, δὲν εἶναι τὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ θεῖο. Τὸ θεῖο, ὄχι τὸ ἱερὸ τῆς θρησκειολογίας, ὁ Θεός, ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι τὸ θρησκευτικὸ ἱερό, ὄχι αὐτό. Τὸν θεολόγο τὸν δεσμεύει τὸ θεῖο. Καὶ τὸ θεῖο δὲν τὸ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, θετικιστικά. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ ὁ θεολόγος νὰ πεῖ, "ἐγὼ ξέρω τί θέλει ὁ Θεὸς τώρα, τὄχω στὴν τσέπη μου, ἔχω τὸ Εὐαγγέλιο, κατέχω τὴν ἀλήθεια".
Διότι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος κάνει ἕνα βῆμα πρὸς τὰ μπρός, καὶ αὐτὸ τὸ βῆμα πρὸς τὰ μπρὸς εἶναι ἕνα βῆμα παραπέρα, τί θὰ ψηφίσει στὶς ἐκλογές, τί θὰ κάνει ἐδῶ, τί θὰ κάνει ἐκεῖ.
Αὐτὸ τὸ δεδομένο, ποὺ σοῦ παρέχει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Παράδοση, δὲν εἶναι δεδομένο μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ διαθέτεις. Εἶναι κάτι, ποὺ σὲ κάνει νὰ προχωρήσεις πέρα ἀπὸ αὐτό.
Ὅλη ἡ Χριστολογία αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ δείξει.
Ὅτι ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο καὶ προσπαθεῖ, μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, νὰ φθάσει στὸν Θεό.
Καὶ αὐτὴ ἡ κατανόηση εἶναι ἀτέρμων. Καὶ ὑπάρχει πρόοδος σ' αὐτὴν τὴν κατανόηση. Δὲν εἶναι τὸ δεδομένο ἐκεῖνο, ποὺ δεσμεύει τὸν θεολόγο, ἀλλὰ ὁ Θεός.
Καὶ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ αὐτό, ποὺ ἤδη κατάλαβε.
Ἡ κριτικὴ πάνω στὸ θέμα τῆς θρησκείας αἰσθάνομαι ὅτι δὲν μὲ ἀφορᾷ. Δεύτερον, νομίζω ὅτι τονίστηκαν μόνο τὰ ἀρνητικὰ περὶ θρησκείας. Διότι, ἂν πάει κάποιος στὸν Ἅγιο Σάββα τώρα καὶ δεῖ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ πεθαίνει...Καὶ εἰπώθηκε ὅτι, "ὅταν ἡ πραγματικὴ βιολογικὴ δύναμη ἔχει ὑπονομευθεῖ..." Ὑπάρχει βιολογικὴ δύναμη, ποὺ νὰ μὴν ἔχει ὑπονομευθεῖ; Ὁ ἄνθρωπος πάνω στὴ θρησκεία βρίσκει τόσες παρηγοριές. Ὑπάρχουν δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀρνητικά, καὶ θετικὰ στοιχεῖα.
Ἐρώτηση:
Πῶς γίνεται κάθε ἀλήθεια νὰ εἶναι θεολογική; Δὲν εἶναι δυνατόν. Ἡ γεωμετρική, ἡ φιλοσοφικὴ ἀλήθεια δὲν εἶναι θεολογικές...
Ἀπάντηση:
Ἔχετε μία ἀντίληψη περὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν εἶναι ὁ Θεός. Τὸ "ἕνα καὶ ἕνα κάνει δύο" εἶναι καὶ θεολογικὴ ἀλήθεια. Καὶ ἀσφαλῶς, ὅταν θὰ πᾶτε στὴν κόλαση μαζί μου, θὰ βρεῖτε καὶ ἐκεῖ μερικοὺς ποὺ ἔχουν κάνει λάθος στὸ ἕνα σὺν ἕνα ἴσον δύο.
Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔποψη μπορῶ νὰ σᾶς ἀπαντήσω καὶ σὲ κάτι ἀκόμα. Ὁ διάλογος μαρξισμοῦ καὶ ὀρθοδοξίας. Ὅπου ὁ μαρξισμὸς εἶναι ἀλήθεια, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὀρθοδοξία.
Ἐρώτηση:
Εἴπατε ὅτι ἡ φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θρησκευτική, διότι ἔτσι θὰ περιπίπταμε σὲ ψυχολογισμό. Αὐτὸ σημαίνει σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅτι ἡ θρησκευτικότητα ταυτίζεται μὲ τὴν ψυχολογία;
Ἀπάντηση:
Θὰ χρησιμοποιήσω ἐδῶ τὸν ὁρισμὸ τῆς θρησκείας τοῦ S c h l e i e r m a c h e r, ποὺ εἶναι "τὸ συναίσθημα τῆς ἀπόλυτης ἐξάρτησης ἀπὸ τὸν Θεό"
Ἡ θρησκευτικότητα εἶναι συναίσθημα, ἔστω βίωμα. Τὰ λογικὰ στοιχεῖα, ποὺ λειτουργοῦν μέσα στὴ θρησκευτικότητα, εἶναι τὰ διαθέσιμα λογικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἔχει ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος. Αὐτὰ ἔχει, αὐτὰ χρησιμοποιεῖ. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ διανοητικὰ στοιχεῖα ἀναπτύσσονται, αὐτονομοῦνται, καὶ βρισκόμαστε σὲ μία νέα κατάσταση τοῦ πνεύματος.
Βεβαίως, ἡ θρησκευτικότητα ἔχει συντηρητικὸ χαρακτῆρα. Ὁ θρησκευόμενος θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐγκαταλείψει τελευταῖος τὸ θρησκευτικό του πιστεύω. Ὄχι μόνο ὁ χριστιανὸς θρησκευόμενος, καὶ ὁ μουσουλμᾶνος...Αὐτὸ εἶναι φυσικό. Κάποιος, ποὺ ἔχει μία ἀξία, δὲν τὴν ἐγκαταλείπει εὔκολα.
Οἱ ρίζες τῆς θρησκευτικότητας εἶναι στὸ ἀσυνείδητο. Ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ ἕνα φιλοσοφικὸ ρεῦμα σὲ ἕνα ἄλλο. Εἶναι ξώπετση ὅλη αὐτὴ ἡ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση. Ἕνα ἐπιχείρημα, τὸν ἔκανες σκόνη τὸν ἄλλον καὶ ἄλλαξε τοποθέτηση.
Ἡ θρησκεία ἑδράζεται στὸ ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ καὶ εἶναι δύναμη ζωῆς στὸ ἀδιέξοδο, τὸ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο, ποὺ κατατείνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι κάτι τὸ περιστασιακό.
Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια, εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ θρησκευτικότητα δεσμεύει αὐτὴν τὴν αὐτονόμηση τοῦ λόγου. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος προχωράει. Ἡ σημερινὴ προβληματικὴ τῆς θεολογίας, καὶ τῆς πανεπιστημιακῆς κ.λπ., δὲν εἶναι ἡ προβληματικὴ τοῦ Μεσαίωνα. Οἱ μέθοδοι, ποὺ ἀποκτᾶ ὁ ἀνθρώπινος λόγος στὴν ἐξέλιξή του, εἶναι καὶ μέθοδοι τῆς θεολογίας, ἴσως μὲ κάποια καθυστέρηση λόγῳ τῶν ἐρεισμάτων, ποὺ ἔχει ἡ παραδεδομένη θρησκευτικὴ ἀντίληψη στὸ ἀσυνείδητο.
Ἐρώτηση:
Ποιός ἔχει δίκιο, ἀφοῦ καὶ ἡ δική μου συνείδηση καὶ ἡ δική σας μπορεῖ νὰ πλανηθεῖ;
Ἀπάντηση:
"Ἡ παγκόσμια ἱστορία εἶναι τὸ παγκόσμιο δικαστήριο" εἶναι ἡ περίφημη φράση τοῦ S c h i l l e r. Στὸ τέλος ἔχει ἡ ἀχλάδα τὴν οὐρά. Καθ' ὁδὸν κάνουμε καὶ σφάλματα ὅλοι μας καὶ πολλοὶ θεολόγοι εἶναι κατ' οὐσίαν εἰδωλολάτρες. Αὐτὸ τὸ εἴπαμε, νομίζω.
Ἐρώτηση:
Παίρνετε τὴν ὀντολογικὴ διαφορὰ τοῦ H e i d e g g e r.
Ὁ H e i d e g g e r θεωρεῖ τὴν θεολογία ὡς ἀκατανοησία... Ἀπάντηση:
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι σπουδαία καὶ ἔχω νὰ πῶ τὸ ἑξῆς:
Ἡ θεολογία, τὴν ὁποία ὁ H e i d e g g e r, μὲ ὅλο τὸ σύστημά του, καταδικάζει, εἶναι μία θεολογία, ὅπου ὡς Θεὸς θεωρεῖται τὸ ὄν.
Αὐτὸ ὀνομάζει ὁ H e i d e g g e r θεολογία καὶ αὐτὸ ἀπορρίπτει.
Τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ εἶναι δὲν τὴν ὀνομάζει θεολογία, ἀλλὰ μεταφυσική.
Ἐγὼ ὀνομάζω θεολογία αὐτό, ποὺ ὁ H e i d e g g e r ὀνομάζει μεταφυσική, καὶ αὐτό, ποὺ ὁ H e i d e g g e r ἀπορρίπτει ὡς θεολογία, δὲν τὸ ὀνομάζω θεολογία.
Ἀφιέρωμα στὸν καθηγητὴ Κ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
"Πίστη εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς φύσης μὲ τὴ δημιουργία τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ φορέας τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Πολιτισμὸς εἶναι ἡ πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων τῆς φύσης γιὰ τὸ ἀγαθό, καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἔργο τῆς συνείδησης στὸν κόσμο. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ φύση, τὸ σύνολο δηλαδὴ τῶν δοσμένων ὄντων, στὸν πολιτισμό, τὴν πραγμάτωση δηλαδὴ τοῦ δέοντος, ἀποτελεῖ τὴ λειτουργία τῆς συνείδησης, καὶ σ' αὐτὴ τὴ μετάβαση τὸ πρωτεῖο δὲν ἀνήκει στὸ ὄν, ποὺ ἡ συνείδηση διαλεκτικὰ "αἴρει" ("aufheben"), ἀλλὰ στὸ δέον, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ διαλεκτικὴ ὑπέρβαση τοῦ ὄντος. Τὸ πρωτεῖο τοῦ δέοντος σὲ σχέση μὲ τὸ ὂν θεμελιώνει τὸ πρωτεῖο τῆς πίστης σὲ σχέση μὲ τὴ γνώση."