ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ "ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗΣ" ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ.






Θὰ τὰ πῶ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ὅπως τὰ διδάσκω 35 χρόνια ·
ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς μας εἶναι ὁ ΣΟΛΩΜΟΣ καὶ καλύτερο ποίημα του ὁ "ΚΡΗΤΙΚΟΣ" (τὸν τίτλο ἔβαλε ὁ Πολυλᾶς ). 
Τὸ ἔγραψε τὴν πιὸ δὺσκολη περίοδο τῆς ζωῆς  του (1834) ὅταν ἔτρεχε στὰ Δικαστήρια τὴν μητέρα του ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΛΗ ἐπειδὴ ἡ τελευταία διεκδκοῦσε γιὰ τὸν ἄλλο γυιό της ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΟΝΤΑΡΑΚΗ τὸ ὄνομα, τῶν Σολωμῶν καὶ τὴν περιουσία....
(Δέν μποροῦμε νὰ ξέρουμε βεβαίως ἄν ὄντως ὁ Ἰωάννης Λεονταράκης ἦταν γυιὸς τοῦ ΝΙΚ.ΣΟΛΩΜΟΥ , πάντως τὸ Δικαστήριο στὴν Κέρκυρα δικαἰωσε τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ κι ὄχι τὴν μητέρα του..*).

  Ὁ "Κρητικός" ἀναφέρεται στὸ ναυάγιο ἑνὸς ἀγωνιστῆ τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ  ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΙΠΕΣ , ἀλλὰ  δὲν εἶναι. 

Στὴν ἀρχὴ  μὲ τὴν ΠΑΡΗΧΗΣΗ ΤΩΝ 8 "α" 
{=ἐκοίταα κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ’ἀκρογιάλι} παρουσιάζει ἀκουστικὰ τὴν εἰκόνα ἑνὸς  ναυαγοῦ ποὺ κολυμπᾶ ἀπεγνωσμένα ἔχοντας τὴν ἀρραβωνιαστικιά του στὴν ἀγκαλιά, γιὰ νὰ φτάσει στὴν ἀκτή, ἐνῶ ἡ ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ {"τ’ ἀκρογιάλι"} δίνει τὴν ψευδαίσθηση —πολλαπλασιασμένη ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀστροπελέκια—ὅτι ἡ ἀκτὴ εἶναι κοντά.

Ἀμέσως ΑΛΛΑΖΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ καὶ παρουσιάζεται  πρῶτα ἡ εἰκόνα τοῦ μετέπειτα ΖΗΤΙΑΝΕΥΟΝΤΟΣ Κρητικοῦ  καὶ στὴν συνέχεια ,μέσα σὲ παρένθεση, Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ("Λάλησε Σάλπιγγα...") ὄπου ἡ ψυχὴ τοῦ Κρητικοῦ ψάχνει τὴν ψυχὴ τῆς ἀγαπημένης του...(ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς στιγμὲς τῆς νεοελληνικῆς ποίησης) .

Ἐν συνεχείᾳ  παρουσιάζεται  τὸ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗΣ τοῦ μεγάλου ποιητικοῦ"μυστικοῦ"  τοῦ Δ.ΣΟΛΩΜΟΥ .
Ἡ  "ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ"  ἐμφανίζεται μόνο τρεῖς φορὲς σὲ ποιήματα του, στὸ "ΛΑΜΠΡΟ" , στόν "ΠΕΙΡΑΣΜΟ" ἀπὸ τούς "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ" καὶ κατεξοχὴν στόν "ΚΡΗΤΙΚΟ",ὁπου ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται ὁλόκληρη...

 Δέν ὑπάρχει ἐπιστημονικὸ consensus γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸν συμβολισμό τῆς ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗΣ —ἂς κρατὴσουμε ὅτι (ἴσως) ἀπεικονίζει τὸ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, τὸ ὁποῖο ὁμως ΠΛΑΝΕΥΕΙ τὸν ἄνθρωπο καὶ μόλις τὸν βρεῖ ΕΥΑΛΩΤΟ τὸν παρεκτρἐπει ἀπὸ τοὺς στόχους (ἢ τὸν καταστρέφει...).

 
 Ἰδοὺ τὸ ἀπόσπασμα·

<.................................................................................Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

XXI.

Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ῥεῖθρα,
καταπῶς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
....................................................................................

XXII.

Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἁλί μου, ἀλλ’ἄκουσα τοῦ δἀκρυου της ραντίδα
στό χέρι πού’χα σηκωτὸ μόλις  ἐγὼ τὴν εἶδα.—

...................................................................................

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε.
...............................................................................

Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη. > {1833}


 Αὐτὴ ἡ ΟΠΤΑΣΙΑ ποὺ εἶδε ὁ ναυαγὸς λίγο πρὶν φτάσει στὴν ἀκρογυαλιὰ περιέχει, ὅπως προανέφερα,  τὸ ΚΡΥΠΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ  ὃλης τῆς Σολωμικῆς ποίησης. Μία λαμπρὴ γυναικεία ὀπτασία,μὲ μαῦρα μάτια καὶ ξανθὰ μαλλιά, ἐμφανίζεται μεσοπέλαγα νὰ βγαίνει ἀπο τὸ φεγγάρι ὅπου κρυβόταν ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΞΗΓΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ...

Στὸ τέλος τοῦ ποιήματος , μόλις φτάνει τὸ ζεῦγος τῶν ναυαγῶν στὴν ἀκτή {= καὶ τέλος φθάνω στὸν γυαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη/τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρὰ κι ἤτανε πεθαμένη} άντιλαμβανόμαστε ὅτι  ἡ κοπέλλα εἶναι νεκρή.
  ΕΙΧΕ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΟΛΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ..

Ποιὸ εἶναι λοιπὸν  τὸ νόημα ἀπὸ τὸ ποίημα ;

 Ὅπως προεῖπα,ὁ Σολωμὸς θέλει μᾶλλον νὰ δείξει ὅτι ἡ  Φύση δὲν εῖναι φιλικὴ στὸν ἂνθρωπο, μὰ ΥΠΟΥΛΗ καὶ  ΕΧΘΡΙΚΗ . Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΟΨΗ ΤΗΣ ΠΡΟΜΗΝΥΕΙ ΘΑΝΑΤΟ παραπλανῶντας τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ θέλγητρα της, στήνοντας του  ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΕΣ παγίδες καὶ εἰδικῶς τὴν ὥρα τῆς  πιὸ μεγάλης ἀδυναμίας του..



_________
* ἡ Ἀγγελικὴ Νίκλη , μητέρα τοῦ ποιητῆ, ἢταν  νεαρὴ παραδουλεύτρα στὸν οἶκο τοῦ κόντε Νικ.Σολωμοῦ  (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη δὺο μεγάλα παιδιὰ,τὸν ΡΟΜΠΕΡΤΟ καὶ τὴν ΕΛΕΝΑ  ἀπὸ τὸν γάμο  του μὲ τὴν Μ.ΚΑΚΝΗ)  ἀλλὰ  ἀπέκτησε  καὶ ἄλλα δύο παιδιὰ (τὸν ποιητὴ ΔΙΟΝΥΣΙΟ καὸ τὸν Δημήτριο)  ἀπό τὴν νεαρὴ ὐπηρέτρια, τά οποῖα  ἀναγνὼρισε νυμφευόμενος τὴν Νίκλη δυὸ μέρες  πρὶν πεθάνει...
 Λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ γέροντα κόντε ὅμως, βρέθηκε πάλιν  ἔγκυος ἡ Ἀγγελική, ἀλλὰ οἱ συγγενεῖς τῶν Σολωμῶν,.τὴν ἀπέμπεψαν, παντρεύοντας την μὲ τὸν Μ.ΛΕΟΝΤΑΡΑΚΗ τὸν νεαρὸ λογιστὴ τῶν Σολωμῶν μὲ τὸν ὁποῖο συνδεόταν. 
Ἀργότερα μεγαλώνοντας  ὁ Ἰωάννης Λεονταράκης διέδιδε  ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ὅτι ἦταν ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ καὶ γιὰ τοῦτο ὀ ποιητὴς κινήθηκε νομικὰ ἐναντίον του ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΤΟΥ. 
Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι αύτὴ ἠ ΤΡΑΓΙΚΗ  οίκογενειακὴ περίοδος γιὰ τὸν ποιητή, γύρω στὰ 1834 ὑπῆρξε  καὶ ἡ πιὸ ΛΑΜΠΡΗ του ποιητικά ..

___________________





ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ :

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ


XVII.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.

XIX.

Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).

XX.

Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

XXI.

Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ῥεῖθρα,
καταπῶς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».

XXII.

Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.>

(1833)

 

 



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χαῖρε Κωνσταντῖνε, τελευταῖε Βασιλέα τῶν Ἑλλήνων!

1974: Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ & ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ.

Δὲν ἦταν μόνον ὁ Ἀλάριχος : Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ.