Ὁ " Κρητικός":ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ.Τὸ νόημα τῆς "φεγγαροντυμένης".





Θὰ τὰ πῶ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ὅπως τὰ διδάσκω ·
ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς μας εἶναι ὁ ΣΟΛΩΜΟΣ καὶ καλύτερο ποίημα του ὁ "ΚΡΗΤΙΚΟΣ" (τὸν τίτλο ἔβαλε ὁ Πολυλᾶς ). 
Τὸ ἔγραψε τὴν πιὸ δὺσκολη περίοδο τῆς ζωῆς  του (1834) ὅταν ἔτρεχε στὰ Δικαστήρια τὴν μητέρα του ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΛΗ ἐπειδὴ ἡ τελευταία διεκδκοῦσε γιὰ τὸν ἄλλο γυιό της ΙΩΑΝΝΗ ΛΕΟΝΤΑΡΑΚΗ τὸ ὄνομα, τῶν Σολωμῶν καὶ τὴν περιουσία....
(Δέν μποροῦμε νὰ ξέρουμε βεβαίως ἄν ὄντως ὁ Ἰωάννης Λεονταράκης ἦταν γυιὸς τοῦ ΝΙΚ.ΣΟΛΩΜΟΥ , πάντως τὸ Δικαστήριο στὴν Κέρκυρα δικαἰωσε τὸν ἐθνικό μας ποιητὴ κι ὄχι τὴν μητέρα του..*).

  Ὁ "Κρητικός" ἀναφέρεται στὸ ναυάγιο ἑνὸς ἀγωνιστῆ τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ  ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΛΛΙΠΕΣ , ἀλλὰ  δὲν εἶναι. 

Στὴν ἀρχὴ  μὲ τὴν ΠΑΡΗΧΗΣΗ ΤΩΝ 8 "α" 
{=ἐκοίταα κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ’ἀκρογιάλι} παρουσιάζει ἀκουστικὰ τὴν εἰκόνα ἑνὸς  ναυαγοῦ ποὺ κολυμπᾶ ἀπεγνωσμένα ἔχοντας τὴν ἀρραβωνιαστικιά του στὴν ἀγκαλιά, γιὰ νὰ φτάσει στὴν ἀκτή, ἐνῶ ἡ ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ {"τ’ ἀκρογιάλι"} δίνει τὴν ψευδαίσθηση —πολλαπλασιασμένη ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀστροπελέκια—ὅτι ἡ ἀκτὴ εἶναι κοντά.

Ἀμέσως ΑΛΛΑΖΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ καὶ παρουσιάζεται  πρῶτα ἡ εἰκόνα τοῦ μετέπειτα ΖΗΤΙΑΝΕΥΟΝΤΟΣ Κρητικοῦ  καὶ στὴν συνέχεια ,μέσα σὲ παρένθεση, Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ("Λάλησε Σάλπιγγα...") ὄπου ἡ ψυχὴ τοῦ Κρητικοῦ ψάχνει τὴν ψυχὴ τῆς ἀγαπημένης του...(ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς στιγμὲς τῆς νεοελληνικῆς ποίησης) .

Ἐν συνεχείᾳ  παρουσιάζεται  τὸ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗΣ.  Αὐτὴ ἡ ΟΠΤΑΣΙΑ ποὺ εἶδε ὁ ναυαγὸς λίγο πρὶν φτάσει στὴν ἀκρογυαλιὰ περιέχει τὸ ΚΡΥΠΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ  ὃλης τῆς Σολωμικῆς ποίησης. Μία λαμπρὴ γυναικεία ὀπτασία,μὲ μαῦρα μάτια καὶ ξανθὰ μαλλιά, ἐμφανίζεται μεσοπέλαγα νὰ βγαίνει ἀπο τὸ φεγγάρι ὅπου κρυβόταν ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΞΗΓΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ...

Στὸ τέλος τοῦ ποιήματος , μόλις φτάνει τὸ ζεῦγος τῶν ναυαγῶν στὴν ἀκτή {= καὶ τέλος φθάνω στὸν γυαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη/τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρὰ κι ἤτανε πεθαμένη} άντιλαμβανόμαστε ὅτι  ἡ κοπέλλα εἶναι νεκρή.
  ΕΙΧΕ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΟΛΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ..

Ποιὸ τὸ νόημα ἀπὸ τὸ ποίημα ;

 Ἡ φύση δὲν εῖναι φιλικὴ στὸν ἂνθρωπο, μὰ ΥΠΟΥΛΗ καὶ  ΕΧΘΡΙΚΗ . Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΟΨΗ ΤΗΣ ΠΡΟΜΗΝΥΕΙ ΘΑΝΑΤΟ παραπλανῶντας τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ θέλγητρα της, στήνοντας του  ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΕΣ παγίδες καὶ εἰδικῶς
 τὴν ὥρα τῆς  πιὸ μεγάλης ἀδυναμίας του..



_________
* ἡ Ἀγγελικὴ Νίκλη , μητέρα τοῦ ποιητῆ, ἢταν  νεαρὴ παραδουλεύτρα στὸν οἶκο τοῦ κόντε Νικ.Σολωμοῦ  (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη δὺο μεγάλα παιδιὰ,τὸν ΡΟΜΠΕΡΤΟ καὶ τὴν ΕΛΕΝΑ  ἀπὸ τὸν γάμο  του μὲ τὴν Μ.ΚΑΚΝΗ)  ἀλλὰ  ἀπέκτησε  καὶ ἄλλα δύο παιδιὰ (τὸν ποιητὴ ΔΙΟΝΥΣΙΟ καὸ τὸν Δημήτριο)  ἀπό τὴν νεαρὴ ὐπηρέτρια, τά οποῖα  ἀναγνὼρισε νυμφευόμενος τὴν Νίκλη δυὸ μέρες  πρὶν πεθάνει...
 Λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ γέροντα κόντε ὅμως, βρέθηκε πάλιν  ἔγκυος ἡ Ἀγγελική, ἀλλὰ οἱ συγγενεῖς τῶν Σολωμῶν,.τὴν ἀπέμπεψαν, παντρεύοντας την μὲ τὸν Μ.ΛΕΟΝΤΑΡΑΚΗ τὸν νεαρὸ λογιστὴ τῶν Σολωμῶν μὲ τὸν ὁποῖο συνδεόταν. 
Ἀργότερα μεγαλώνοντας  ὁ Ἰωάννης Λεονταράκης διέδιδε  ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ὅτι ἦταν ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ καὶ γιὰ τοῦτο ὀ ποιητὴς κινήθηκε νομικὰ ἐναντίον του ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΤΟΥ. 
Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι αύτὴ ἠ ΤΡΑΓΙΚΗ  οίκογενειακὴ περίοδος γιὰ τὸν ποιητή, γύρω στὰ 1834 ὑπῆρξε  καὶ ἡ πιὸ ΛΑΜΠΡΗ του ποιητικά ..

___________________





ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

.

 

1 [18]

Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τα’ ακρογιάλι·

«Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»

Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπισω στ’ άλλο,

Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·

Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν,

Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.

 

2 [19]

Πιστέψετε π’  ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,

Μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,

Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,

Μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω,

Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:

«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.

Καπνός δε μένει από τη γή' νιος ουρανός εγίνη'

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.

—Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια

Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια

Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της·

Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,

Το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος"

Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·

Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

 

3. [20]

Ακόμη εβάστουνε ή βροντή ... ... ...

Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει,

Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,

Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση

Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.

Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας

Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,

Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,

Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·

Και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,

Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,

Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

 

4. [21]

Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,

Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·

Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,

Κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,

Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,

Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.

Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,

Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.

Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,

Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,

Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·

Την κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.

Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,

Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,

Καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·

Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,

Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·

Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη

Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.

Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,

Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,

Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,

Που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου·

Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου

Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου,

Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου

Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:

«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι

………………….

………………….

Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·

Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τα’ αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
Τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
 Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
 Στην Κρήτη ............               
Μακριά ‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.

Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω·

Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».

 

5. [22]

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,

Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου.

Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα

Στο χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.

— Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,

Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·

Χαρά δεν του ‘ναι ο πόλεμος· τα’ απλώνω του διαβάτη

Ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·

Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν

Αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,

Και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,

Κι η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,

Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,

Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει. -     

Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,

Με δύναμη πού δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,

Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,

Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,

Μήτε όταν τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα.

Σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.

Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(Κι αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.

…………..

…………..

Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.

Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,

Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,

Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του

Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,

Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα

Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,

Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια

Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος

Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος

Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει

Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·

Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα

Κι' έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»

Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·

Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,

Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει

Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...

Δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.

Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·

Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,

Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ... ...

Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.

Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει

Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη

Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω

Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.

Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·

Πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·

Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,

Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΤΗΝ 30η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940.

Τὸ κρεββάτι τοῦ Τιμάρχου: Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ.