Ποῦ ὀφείλεται ὁ Δογματισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὅταν ὁ Μ.Κωνσταντῖνος προσεταιρίστηκε τοὺς Χριστιανοὺς θέλοντας νὰ ἐπιβάλει τὴν ΕΙΡΗΝΗ στὴν Αὐτοκρατορία ,εξεπλάγη διαπιστώνοντας ὅτι οἰ ΙΔΙΟΙ οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ποὺ ΑΡΝΟΥΝΤΟ τὴν εἰρήνευση ΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΜΕΧΡΙΣ ΕΣΧΑΤΩΝ ΓΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ {=δογματικά} ΘΕΜΑΤΑ.
Ἔστειλε τότε (324μΧ) τὸν ἐξ ἀπορρήτων του ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΟΡΔΟΥΗΣ ΟΣΙΟ στὴν ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ μὲ ἀποστολὴ νὰ συμβιβάσει τοὺς ἀντιμαχομένους ΑΡΕΙΑΝΙΣΤΕΣ καὶ ΑΝΤΙΑΡΕΙΑΝΙΣΤΕΣ ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι τσακώνονταν γιὰ ΑΣΗΜΑΝΤΕΣ φιλοσοφικοῦ τύπου ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ {=ὑπὲρ ἐλαχίστου διαφωνία γένηται—Vita Const., 2, 69-72}
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ὅσιος στὴν ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἀπαιτεῖται ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ {=οἰκουμενική} ΣΥΝΟΔΟΣ γιὰ νὰ βρεθεῖ λύση στὸ πρόβλημα {=κτῖσμα ὁ Υἱὸς ἢ ὁμοούσιος ;}, ὁ Κωνσταντῖνος νόμισε ὅτι ὁ ΔΙΑΛΟΓΟΣ θὰ ἔφερνε λύση στὶς θεολογικὲς διαφωνίες, ὅπως γινόταν ΜΕ ΤΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ (Πλατωνικές, Ἀριστοτελικές, Στωικές κλπ).
ΕΠΕΣΕ ΕΞΩ ΟΜΩΣ—ὁ θεολογικὸς διάλογος ὄχι μόνον δὲν ἔφερνε ἐπίλυση τῶν διαφορῶν, ἀλλὰ ἀντιθέτως ΟΞΥΝΕ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ, ὅπως ἔδειξαν τὰ ἐπικαλουθήσαντα τὴν Α' Οίκουμενικὴ Σύνοδο...
ΓΙΑΤΙ ΣΥΝΕΒΑΙΝΕ ΑΥΤΟ;
Διότι ὁ Χριστιανισμὸς ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ—ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ἐπιζητοῦσα τὴν ΓΝΩΣΗ τῆς οὐσίας τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχε θρηακευτικό, δηλ. ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ χαρακτῆρα : ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΕΦΕΡΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ἢ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.
Ἡ αποδοχὴ δηλ. τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἂλλου ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ , δηλ. τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ, δέν ἦταν πρόβλημα ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (δηλ. φιλοσοφία) ἀλλὰ ζήτημα ΣΩΤΗΡΙΑΣ (δηλ θρησκεἰα).
Συνεπῶς αύτὴ ἡ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗ τῆς Σωτηρίας, δηλ. ἡ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΗ —ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ἀντίληψη ὅτι Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΝΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΩΖΕΙ * ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τοῦ δογματισμοῦ καὶ τοῦ φανατισμοῦ στὸν Χριστιανισμό.
Ἀλλὰ αύτὸ τὸ κατάλαβε ἀργὰ ὁ Κωνσταντῖνος...
______
ΥΓ.μακρὰν βεβαίως ὅλων τούτων στἐκει ὁ Ἰησοῦς ὁ ὁποῖος εἶπε·
< οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι κύριε κύριε εἰσελευσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς> {ΜΑΤΘ.7,21}
*ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ἀντίληψη τοῦ Χριστιανισμοῦ πρωτοεμφανίζεται στὰ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ , τὰ ὁποῖα φυσικὰ ἀνάγονται στὸ ΕΒΡΑΪΚΟ SHEMA {=ΑΚΟΥΕ} τοῦ Δευτερονομίου: <Ἄκουε Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἠμῶν, Κύριος εἷς ἐστίν>
שְׁמַע יִשְׂרָאֵל יְהוָה אֱלֹהֵינוּ יְהוָה אֶחָֽד׃
{ΔΕΥΤ.6,4 }.
Στὸν Χριστιανισμὸ ὅμως ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΣΕ ΓΡΑΠΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ φιλοσοφικοποιήθηκε, ἐπειδὴ στάθηκε ἀναγκαία ἡ χρήση τῆς (ἑλληνικῆς)
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ γιὰ τὴν διατύπωση τῆς ταυτόχρονης ὁμολογίας πίστεως καὶ στὸν Μονοθεϊσμὸ καὶ στὴν Θεότητα τοῦ ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστοῦ.