Τὸ πρόβλημα τῆς Όρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τὶς νεοελληνικὲς μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Θὰ τὰ πῶ ἐν συντομίᾳ γιὰ πάντα ἐνδιαφερόμενο·
ἡ φιλολογικὴ ἔρευνα καὶ κριτικὴ τῶν ΑΡΧΑΙΩΝ μεγαλογράμματων χειρογράφων ΚΩΔΙΚΩΝ {=βιβλίων} τῆς Καινῆς Διαθήκης (Βατικανὸς κῶδιξ , Σιναϊτικός, Ἀλεξανδρινός κλπ)* ἔδειξε ὅτι τὸ ΑΡΧΙΚΟ καινοδιαθηκικὸ κείμενο δέχτηκε μέ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ΠΟΛΛΕΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ σὲ ἐπίπεδο λέξεων, φράσεων καθὼς καὶ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ, παράλληλα μὲ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου.
Πχ. στὸ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ (2,33) τὰ ἀρχαιότερα χειρόγραφα (βατικανὸς καὶ σιναϊτικὸς κώδικας) γράφουν <καὶ ἦν ὁ ΠΑΤΗΡ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ θαυμάζοντες> ἐνῶ τὸ μεταγενἐστερο βυζαντινό‒ἐκκλησιαστικὸ κείμενο (Ἀλεξανδρινὸς κώδικας) διορθώνει <καὶ ἦν ΙΩΣΗΦ καὶ ἡ μἠτηρ αὐτοῦ>
Τὸ μεγάλο ὅμως πρόβλημα ἔγκειται στὶς ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ὀλόκληρων περικοπῶν.
Πχ. τὸ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ τελείωνε στό 16,8 {=ἐφοβοῦντο γάρ} ἐνῶ ὅλον τὸ ὐπόλοιπο κείμενο ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ καὶ ἀποτελεῖ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗ (βλ. τὴν φωτό. τοῦ χειρογράφου τοῦ μεγαλογράμματου Βατικανοῦ κώδικα)
Ἐπἰσης ἡ πασίγνωστη , συγκινητικὴ περικοπὴ τῆς μοιχαλίδος τοῦ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (8,1‒11) δὲν ὐπάρχει τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα προελθοῦσα πιθανῶς ἀπό χειρόγραφο τοῦ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ (21,38) πού μετέφερε κάποιος ἀντιγραφέας τῶν βυζαντινῶν χρόνων στό Δ’ Εὐαγγέλιο.
Ἄλλη παρόμοια περίπτωση εἶναι τὸ περίφημο Comma Johanneun (Α’ ΙΩ.5, 7—8) γιὰ τὸ ὁποῖον ἡ φιλολογικὴ κριτικὴ τῶν χειρογράφων ἔδειξε ὅτι ἀποτελεῖ μεταγενέστερη προσθήκη στὸ καινοδιαθηκικὸ κείμενο ἀποπνέουσα βυζαντινὲς τριαδολογικὲς διενέξεις.
Συνεπῶς, τὸ κείμενο τῆς ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ τῆς Καινῆς Διαθήκης (Nestle -Aland)** τὸ βασισμένο στὴν ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ἔρευνα τῶν χειρογράφων ΔΙΑΦΕΡΕΙ ἀπὸ τὸ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ*** πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Λειτουργική της ἐδῶ καὶ αἰῶνες.
ΑΠΟ ΠΟΙΟ λοιπὸν ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ;
Ἀπὸ τὸ ἐπιστημονικὸ κείμενο τῆς ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ἢ τὸ παραδοσιακὸ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ‒ἐκκλησιαστικὸ τῆς Λειτουργικῆς Παράδοσης ;
ΕΔΩ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κι ὄχι στὶς ἐπὶ μέρους ἀποδόσεις λέξεων ἢ φράσεων.
______
* ὁ Βατικανὸς κῶδιξ (4ος αἰ.) δὲν περιέχει τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὶς Ποιμαντικὲς Ἐπιστολές, ὁ Ἀλεξανδρινός(5ος αἰ.) περιέχει ἐπιπλέον τὶς δύο Ἐπιστολὲς Α’ καὶ Β’ Κλήμεντος καὶ ὁ Σιναϊτικὸς τὴν Ἐπιστολὴ Βαρνάβα καὶ τὸν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ.
**στὴν ἐπιτροπὴ ποὺ ἐξέδωσε τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῆς ΚΔ (Nestle -Aland) μετεῖχαν ἀρχικὰ οἱ διακεκριμένοι εἰδικοι K.ALAND, M.BLACK, A.WIKGREN, B.METZGER & C.MARTINI· ἀργότερα συμμετεῖχε καὶ ὁ ἡμέτερος καινοδιαθηκολόγος Ι.ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ.
***διαφορὲς παρουσιάζουν ἐπίσης καὶ οἱ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ μεταφράσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, ὀπως ἡ VETUS LATINA καὶ ἡ VULGATA τοῦ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ πχ. στὸ ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ ὅπου κατά τὴν VETUS τὸ αἴτημα <τὸ ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον> παραδίδεται ὡς <panem nostrum cotidianum> ἐνῶ κατὰ τὴν VULGATA ὡς <panem nostrum supersubstantialem> {=ὑπερούσιο}.
Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι στὴν ΡΩΜΑΪΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ἐπικρἀτησε ὁ τύπος τοῦ ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ τῆς VETUS παρ’ ὁλο ποὺ ἐπίσημη λατινικὴ μετάφραση στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἦταν ἡ VULGATA.
___________________
ΥΓ. ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔβλεπε πάντα μέ καχυποψία τὶς νεοελληνικὲς μεταφράσεις γιατὶ συχνὰ ἀποτελοῦσαν μέσον ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ προπαγάνδας.
Κλασσικὸ παράδειγμα ἡ περιλάλητη ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΧΙΜ.Ν.ΒΑΜΒΑ (στὴν ὁποία συνέβαλε καὶ ὁ ποιητὴς Α.ΚΑΛΒΟΣ—ποὺ εἶχε ἀσπαστεῖ τὸ ἀγγλικανικὸ δόγμα— δαπάναις τῶν Ἄγγλων D. Leeves καὶ I. Lowndes ).
Ἡ Μετάφραση Βάμβα ἐκτὸς τοῦ ὅτι μεταφράζει συνήθως ΕΚ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ τοῦ 1611 ( King's James Version) ἀκολουθεῖ γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ ΕΒΡΑΪΚΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ (μασωριτικό) τῶν 39 βιβλίων ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ Ο’ (τῶν 49 βιβλίων) ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία μετὰ τὴν Β’ ΒΑΤΙΚΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟ ἀπεδέχθη ὡς ἐπίσημο βιβλικὸ κείμενο γιὰ Λειτουργικὴ χρήση τὴν ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ NESTLE.
ΥΓ2. ἡ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ τῆς ΚΔ
διἀλεξε τὸ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν Λειτουργική τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (γιὰ νὰ ἀποσπάσει προφανῶς τὴν ἔγκριση της...) ἐνῶ ἡ ΚΡΙΤΙΚΗ ἔκδοση τοῦ άρχαιοελληνικοῦ κειμένου (πού διδάσκεται στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τῶν Πανεπιστημίων) βασίζεται στὰ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ποὺ ἀποδὶδουν τὸ ΟΡΘΟ δηλ. τὸ ΠΙΟ ΚΟΝΤΙΝΟ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ.
Ἔτσι τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κείμενο τῆς ΚΔ διαφέρει στὶς δύο ἐκδόσεις α) τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας καὶ β) τοῦ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ MÜNSTER ποὺ ἐκδίδει τὴν κριτικὴ ἔκδοση Nestle -Aland .
ΥΓ3 .ἡ πρώτη ἔντυπη ἔκδοση τῆς ΚΔ ἦταν τοῦ ΕΡΑΣΜΟΥ τὸ 1516 · αὐτὴ κατέστη (μὲ παραλλαγὲς,πχ. διαίρεση σὲ στίχους τὸ 1551 ἀπὸ τὸν R.Stephanus) τὸ textus receprus, ἕως ὅτου τὸ 1844 ὁ Tischendorf ἀνακάλυψε στὴν ΜΟΝΗ ΣΙΝΑ, τὸν ΣΙΝΑΪΤΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ.
Τότε λόγῳ τῶν διαπιστωθεισῶν διαφορῶν μὲ τὸ διορθωμένο textus receptus τοῦ ΕΡΑΣΜΟΥ κατέστη ἀναγκαία ἡ ἀναθεώρηση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου τῆς ΚΔ καὶ ἔτσι ξεκίνησε ἡ τιτάνεια ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ προσπάθεια κριτικῆς ἔκδοσης τῆς ΚΔ , καθ’ ὅν τρόπο γίνεται καὶ μέ τὰ ὐπόλοιπα ἔργα τῆς ἀρχαίας γραμματείας.