ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ Ο’ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Η .. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.
Ὃπως δίδασκε ὁ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ἡ Δημοτικὴ ἔχει ἀφετηρία τοὺς χρόνους τῆς ἑλληνιστικῆς ΚΟΙΝΗΣ ὅταν χάθηκε ἡ προσωδιακὴ προφορά {=μακρά-βραχέα} καὶ ἐμφανίστηκε ἡ σημερινὴ τονική.
Ὅμως ἡ κύρια ΑΙΤΙΑ ἐμφάνισης τῆς Δημοτικῆς ἦταν ἡ ΑΓΝΟΙΑ τῆς κλασσικῆς ΥΨΗΛΗΣ ἑλληνικῆς (πχ.Πλάτωνος, Δημοσθένη κλπ) ἀπὸ τοὺς ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΥΣ πληθυσμοὺς ποὺ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΩΣ ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
{εἶναι αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ΚΑΒΑΦΗΣ γράφει: "τρισβάρβαρα τὰ ἑλληνικά των, οἱ ἄθλιοι."}*
Τέτοιοι ἑλληνόφωνοι, ἀλλὰ ΟΧΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ἦταν καὶ οἱ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ Ἑβραῖοι τῆς ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ποὺ μετέφρασαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν ἑλληνιστικὴ ΚΟΙΝΗ τῆς ἐποχῆς τους, καθὼς καὶ οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω κείμενα εἶναι γραμμένα σὲ ἄθλια ἑλληνικά ,ΜΕ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑ ΛΑΘΗ**, σὰν κάτι σημερινὲς μεταφράσεις ἀγγλικῶν—οἱ φιλόλογοι χαρακτηρίζουν ὡς τήν "χειρότερη" μορφὴ ἑλληνικῶν τὴν γλῶσσα τῆς Μετάφρασης τῶν Ο’ —ἀλλὰ ὅμως σὲ αύτὴν τὴν γλῶσσα πρωτοεμφανίζεται ἡ λεγομένη ἀργότερα Δημοτική.
Νὰ σημειώσω ἐπίσης ὅτι καὶ ἡ λεγόμενη Καθαρεύουσα ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴν ρωμαϊκὴ ἐποχὴ τῆς Β’ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣ, ὅταν πολλοὶ λόγιοι ἀρχισαν νὰ μιμοῦνται τὸν Πλάτωνα σὲ μιὰ ΦΤΙΑΧΤΗ*** ἀλλὰ πλούσια γλῶσσα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς ΣΟΛΟΙΚΙΣΜΟΥΣ τῆς τότε Δημοτικῆς τῶν ἑλληνοφώνων .
Καὶ κάτι τελευταῖο·
ἐνῶ τά Εὐαγγἐλια ἀκολούθησαν τὴν Δημοτικὴ τῆς ἐποχῆς, οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες ἔγραψαν σὲ ΑΤΤΙΚΙΖΟΥΣΑ δηλ. Καθαρεύουσα γλῶσσα —ἐξ οὗ καὶ ἡ διαφορὰ στὴν γλῶσσα μεταξὺ Εὐαγγελίων καὶ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑΣ στὴν βυζαντινὴ Θ. Λειτουργία.
_______
* Ποίημα : ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΧΟΛΗΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ (1922)
** βλ. <ὁ ὢν ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος> {ΑΠΟΚ.1,8}. Οἱ λεξεις <ὤν> καί <ἐρχόμενος> εἶναι ΜΕΤΟΧΕΣ, ἀλλὰ τό <ἦν> εἶναι ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ καὶ ὁ Παρατατικὸς τῆς ἑλληνικῆς ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΤΟΧΗ.
***<πάντοτε, μὴ λἐγε, ἀλλ’ ἑκάστοτε καὶ διαπαντός> {=νὰ μὴν λές "πάντοτε" ἀλλά"ἑκάστοτε" καί "διαπαντός"—ΦΡΥΝΙΧΟΣ, Ἐκλογὴ ρημάτων καὶ ὀνομάτων ἀττικῶν, 358}
ΥΓ ίδοὺ ἕνα δεῖγμα τῆς ἑλληνιστικῆς Κοινῆς
ἀπὸ τὴν Μετάφραση τῶν Ο’ :
<Λευ. 13,40 Ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, φαλακρός ἐστι, καθαρός ἐστιν.
ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός{>ἐκ τοῦ ΦΑΛΑΝΘΟΣ=φαλακρός} ἐστι, καθαρός ἐστιν.
ἐὰν δὲ γένηται ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ ἢ ἐν τῷ ἀναφαλαντώματι αὐτοῦ ἁφὴ λευκὴ ἢ πυῤῥίζουσα, λέπρα ἐστὶν ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ, ἢ ἐν τῷ ἀναφαλαντώματι αὐτοῦ.
καὶ ὄψεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἡ ὄψις τῆς ἁφῆς λευκὴ ἢ πυῤῥίζουσα ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ ἢ ἐν τῷ φαλαντώματι αὐτοῦ, ὡς εἶδος λέπρας ἐν δέρματι τῆς σαρκός αὐτοῦ,
ἄνθρωπος λεπρός ἐστι· μιάνσει μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς, ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ ἡ ἁφὴ αὐτοῦ.>